ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Οι «Έλληνες» ξανάρχονται


Οι «Έλληνες» ξανάρχονται

5 ΜΑΡΤΊΟΥ 2013

Βασίλης Ξυδιάς


Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε το 1999 στο περιοδικό "Σύναξη" (τ. 69). Είναι μια προσπάθεια παρουσίασης του ελληνολατρικού ρεύματος (σύγχρονοι δωδεκαθεϊστές, οπαδοί των αρχαίων μυστηρίων, νεοπαγανιστές κ.ά.). Το ιδεολογικό ή θρησκευτικό αυτό ρεύμα βρισκόταν τότε στην άνθισή του. Σήμερα έχει χάσει ένα μέρος από τη θρησκευτική του "καθαρότητα" και τη νεανική του ορμή, η ιδεολογική του όμως επιρροή διαρκώς διευρύνεται, εμποτίζοντας, άλλοτε εμφανώς κι άλλοτε αφανώς, τη σκέψη όλο και πιο πολλών νεοελλήνων, που εν όψει της επερχόμενης ιστορικής λαίλαπας ψάχνουν να αγκιστρωθούν σε ό,τι είναι ή φαντάζει εθνικό.
Από την άποψη αυτή θεωρώ πως το κείμενο παραμένει και σήμερα επίκαιρο, καθώς δείχνει – ελπίζω επαρκώς – πως η ελληνολατρία δεν έχει τις ρίζες της στην πραγματική, αλλά σε μια φαντασιακή Ελλάδα. Πως δεν αποτελεί πραγματική επιστροφή στην "εθνική" θρησκεία των αρχαίων Ελλήνων, όπως ισχυρίζεται, αλλά μια σύγχρονη, μεταμοντέρνα ιδεολογική κατασκευή, που απλώς δανείζεται τα υλικά της από την αρχαία Ελλάδα, όπως και από πολλές άλλες πηγές της παγκόσμιας μετανεωτερικής "πνευματικότητας".


«Σαστίσαμε στην Αντιόχειαν όταν μάθαμε τα νέα καμώματα του Ιουλιανού»

Κ. Καβάφης

Μετά την απόσυρση των πολιτικών ιδεολογιών, ένα «νέο δαιμόνιο» μοιάζει να πλανιέται πάνω απ’ την Ελλάδα: το δαιμόνιο του «Ελληνισμού». Άρθρα, βιβλία, ειδικευμένα περιοδικά, αφιερώματα στον τύπο[i], και κυρίως ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, προσφέρουν στους ιδεολογικοπολιτικά στερημένους Έλληνες το νέο ελπιδοφόρο μήνυμα: ότι μετά από μιάμιση περίπου χιλιετία λήθης, αναδύεται επιτέλους το όραμα του «πραγματικού» Ελληνισμού, δηλαδή της αρχαίας προχριστιανικής Ελλάδας.
Βρισκόμαστε, ούτε λίγο ούτε πολύ, μπροστά σ’ ένα νέο ιδεολογικό-πνευματικό ρεύμα – κάτι μεταξύ «ελληνικού διαφωτισμού» και «εθνικής θρησκείας» – που μέσα από ποικίλες και πολλές φορές αντίθετες μεταξύ τους διδασκαλίες, άλλοτε εκλεπτυσμένες κι άλλοτε χονδροειδείς, άλλοτε με περισσότερο κι άλλοτε με λιγότερο τονισμένη τη θρησκευτική χροιά, διακηρύσσει την ανάγκη της εκ νέου ερμηνείας και ζωτικής υπεράσπισης της ελληνικής μυθολογίας, της ελληνικής ιστορίας, της ελληνικής λαϊκής παράδοσης, του ελληνικού τρόπου ζωής, της ελληνικής παιδείας κλπ. Στις πιο σκληρές εκδοχές του, το κίνημα αυτό, φανατικά αντιχριστιανικό, φιλοδοξεί να πάρει μετά από τόσους αιώνες τη ρεβάνς από τον «ξενόφερτο και ανθελληνικό εβραιοχριστιανισμό», ενώ, αντίθετα, σε κάποιες άλλες εκδοχές του εμφανίζεται ως κριτικός υποστηρικτής της Ορθοδοξίας, στην οποία θέλει να βλέπει την κρυφή επιβίωση της αρχαίας ελληνικής θρησκείας. Στόχος του κινήματος είναι κατ’ αρχάς η υπεράσπιση του σημερινού Ελληνισμού έναντι των πραγματικών ή φανταστικών κινδύνων που τον απειλούν (της παγκοσμιοποίησης, της Νέας Τάξης, του εκδυτικισμού, της τουρκικής απειλής, του σιωνισμού κ.τ.ό.), ενώ για ορισμένους οι επιδιώξεις του θα έφταναν έως την «ελληνική» αναθεμελίωση ολοκλήρου του πλανήτη. Κι όλα αυτά περιβάλλονται τις περισσότερες φορές με την ατμόσφαιρα μυστηρίου ενός διιστορικού συνωμοσιολογικού θρίλερ, στο οποίο εμπλέκονται θετικά ή αρνητικά οι Εβραίοι, ο Σιωνισμός, ο Μασονισμός, οι Αγγλοσάξονες Προτεστάντες, διάφορα διεθνή κέντρα (όπως η Λέσχη Μπίλντεμπεργκ, η Τριμερής Επιτροπή κλπ), ο Πάπας, οι Τούρκοι, οι Σλάβοι, και πολλοί άλλοι (από τους Φράγκους, τους Τεύτονες και τους Κέλτες έως τους Άτλαντες, τους Νεάντερταλ και τους Κρο-μανιόν), ενώ, μεταξύ όλων αυτών, πρωταγωνιστικό ρόλο κατέχουν οι …εξωγήινοι, ως πρόγονοι των Ελλήνων! Υπάρχουν βέβαια πολλοί που θεωρούν όλα αυτά ως μη σοβαρά, αλλά αυτό καθόλου δεν μειώνει τη γοητεία που ασκούν σ’ ένα ευρύτατο κοινό, στο οποίο συγκαταλέγονται, ανεξαρτήτως μορφωτικού επιπέδου, κοινωνικής τάξεως και πολιτικών αντιλήψεων, από καθηγητές πανεπιστημίου έως ερασιτέχνες ερευνητές, από «βετεράνοι» των ιδεών έως ιδεολογικά νεοφώτιστοι (υπάλληλοι, νοικοκυρές, πρόεδροι Δημοκρατίας), κι από πρώην – και νυν – αριστεροί έως φασίστες και νοσταλγοί της δικτατορίας. Κι είναι σ’ αυτήν ακριβώς την ομιχλώδη πειστικότητα και πολυσυλλεκτικότητα του νέου ρεύματος που καταδεικνύεται ο χαρακτήρας και η ισχύς του ως μιας τυπικά μεταμοντέρνας ιδεολογίας. Διότι, κοντολογίς, περί αυτού πρόκειται. Ως οργανικό «σημείο των καιρών», η ελληνολατρία εντάσσεται κι αυτή στην παγκόσμια τάση επιστροφής στις ιδιαίτερες εθνικές και θρησκευτικές παραδόσεις. Απλώς, τώρα φαίνεται ότι η υπεράσπιση της ελληνικής «ταυτότητας» και «ιδιαιτερότητας», που τις δυο τελευταίες δεκαετίες συνδέθηκε κατ’ εξοχήν με την πολιτιστική και πνευματική αναβάθμιση της Ορθοδοξίας, μπορεί κάλλιστα να ακολουθήσει κι άλλους δρόμους.
Στο πλαίσιο αυτό, η εν Ελλάδι νέα αρχαιολατρία ούτε παράδοξη ούτε πρωτότυπη είναι. Κατ’ αρχάς διεκδικεί τη συνέχεια της νεοελληνικής ελληνοκεντρικής παράδοσης (Π.Γιαννόπουλος, Α.Σικελιανός κ.ά.), ενώ παράλληλα αποτελεί την ελληνική εκδοχή συγχρόνων διεθνών τάσεων, όπως είναι, για παράδειγμα, η διεθνής νεοπαγανιστική κίνηση «επιστροφής» στις παλαιές εθνικές θρησκευτικές παραδόσεις (των Κελτών, των βορειοευρωπαϊκών λαών, των Ινδιάνων κλπ)[ii], Από την άλλη μεριά βέβαια, αποτελεί κι έναν «αγνώμονα» κληρονόμο νεωτέρων χριστιανικών ρευμάτων, αφού τόσο η θεματολογία της, όσο και πολλά τα επιχειρήματά της είναι δάνεια του «ελληνοχριστιανισμού» ή της λεγομένης «νεορθοδοξίας» (που για πολλούς, άλλωστε, συγκαταλέγονται στο ευρύτερο ελληνοκεντρικό ρεύμα). Κι από την άποψη αυτή είναι πράγματι χαρακτηριστικό ότι η στροφή προς την αρχαία Ελλάδα έχει επαναπυροδοτήσει τη συζήτηση που άνοιξε τις δυο τελευταίες δεκαετίες στον τόπο μας γύρω απ’ τη σχέση Ελληνισμού-Ορθοδοξίας-Δύσης, και η οποία καθόρισε εν πολλοίς τα χαρακτηριστικά μιας ανανεωμένης χριστιανικής κι ελληνικής ταυτότητας μέσα από το αντιθετικό δίπολο Ανατολή-Δύση. Τώρα, με πρωτοβουλία των ελληνολατρών, η συζήτηση τροφοδοτείται με νέα δεδομένα και στρέφεται προς άλλες κατευθύνσεις, όπου διατηρείται εν πολλοίς ο αντιδυτικισμός, όμως η έμφαση βρίσκεται πλέον όχι στην ταύτιση αλλά στην αντιδιαστολή Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Το ίδιο συμβαίνει με μια σειρά ανάλογα ζητήματα γύρω απ’ τη συγγένεια και τις αντιθέσεις του Ελληνισμού με τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό, τον Εβραϊσμό κ.ο.κ., όπου η ελληνολατρική κίνηση τα ξαναθέτει σε συζήτηση, εντάσσοντάς τα στη δική της προβληματική.
Θα ήταν λοιπόν μεγάλο λάθος αν η νεοφανής ελληνολατρία αντιμετωπιζόταν ως μια αμελητέα ιδεολογική «ανορθογραφία», πρόσκαιρη και περιθωριακή, όπως επίσης θα ήταν υποκριτικό αν καμωνόμαστε πως είναι κάτι, που, ως Χριστιανούς, δεν μας αφορά. Όντας, όπως είπαμε, μέρος της παγκόσμιας μεταμοντέρνας ιδεολογικής αναζήτησης κι ένα παραπροϊόν των πιο πρόσφατων θεολογικών ζυμώσεων στον ελληνικό χώρο, είναι μια υπόθεση αρκούντως σοβαρή, ανεξάρτητα από την πρωτοτυπία, τη συνεκτικότητα ή την ορθολογικότητα της επιχειρηματολογίας της. Θα έλεγα δε, ότι ο κύριος λόγος για τον οποίο οφείλουμε, ως νεοέλληνες χριστιανοί, να σταθούμε απέναντί της με μια διάθεση ουσιαστικής κατανόησης, χωρίς, κατά το δυνατόν, προκαταλήψεις, και, κυρίως, χωρίς «απολογητική» διάθεση, δεν έχει να κάνει τόσο με την απόκρουση ενός ιδεολογικού ή πνευματικού αντιπάλου, όσο με την αξιοποίηση μιας ευκαιρίας για αυτεπίγνωση και αυτοκριτική.

* * *

Δεν είναι εύκολο να παρουσιαστεί το σύνολο των τάσεων του αρχαιολατρικού ελληνοκεντρισμού στο πλαίσιο ενός άρθρου, αλλά πιστεύω ότι δεν θα απείχαμε πολύ από την αλήθεια αν συνοψίζαμε την όλη υπόθεση σε τρεις βασικές ιδέες: α) ότι τίθεται ένα ζήτημα «ιδιαιτερότητας» και «ανωτερότητας» του Ελληνισμού, β) ότι εξ αιτίας ακριβώς αυτού του γεγονότος ο Ελληνισμός βρίσκεται στο επίκεντρο μιας διιστορικής σύγκρουσης (διαπολιτιστικής, διαφυλετικής ή και διαπλανητικής ακόμα), και γ) ότι η λύση του προβλήματος αυτού – σε ό,τι τουλάχιστον αφορά τους Έλληνες – συνίσταται στην με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αποκατάσταση της σχέσης τους με την αυθεντική ελληνική ταυτότητα (θρησκευτική ή άλλη). Εύκολα θα μπορούσε κανείς να διακρίνει σ’ όλα αυτά αναλογίες με τον τρόπο που πολλοί Έλληνες Χριστιανοί Ορθόδοξοι αντιλαμβανόμαστε σήμερα τη θέση μας στην ιστορία και στον κόσμο, αλλά ας μη σταθούμε τώρα σ’ αυτό. Μιλώντας εδώ για την ελληνολατρική κίνηση, το ενδιαφέρον βρίσκεται στο πώς οι τρεις αυτές ιδέες αναπτύσσονται ερήμην του χριστιανισμού, στη βάση μιας μεταμοντέρνας ανασύνθεσης ορισμένων παλαιότερων – χαρακτηριστικά νεοελληνικών – αντιλήψεων και ιδεολογημάτων, αναμεμειγμένων με πολλά παλαιότερα και νεώτερα «κεκτημένα» της επιστημονικής έρευνας (φιλολογικής, ιστορικής, γλωσσολογικής, λαογραφικής, εθνολογικής, θρησκειολογικής, ανθρωπολογικής κλπ), αλλά και της φιλοσοφίας, του παραδοσιακού και του σύγχρονου μυστικισμού, της επιστημονικής φαντασίας και της σύγχρονης μαζικής-λαϊκής μυθολογίας (U.F.O. κ.τ.ό.). Ανάλογα με τις διαφορετικές συνθέσεις των στοιχείων αυτών, διαμορφώνονται ορισμένοι βασικοί άξονες, που σε στενή μεταξύ τους συνάφεια, και, πολλές φορές, σε σφοδρή αντιπαλότητα, διαμορφώνουν την ποικιλία των επιμέρους τάσεων και ρευμάτων της ελληνολατρικής κίνησης. Θα εξετάσουμε τους κυριότερους απ’ αυτούς – ή μάλλον εκείνους που δίνουν τον κυρίαρχο τόνο στην όλη υπόθεση – επιμένοντας πιο πολύ στη βασική τους ιδέα, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο κατανοούν την ιδιαιτερότητα-ανωτερότητα του Ελληνισμού.

α) Η ελληνική πρωτιά

Ο πιο απλοϊκός, αλλά ίσως ο θεμελιώδης άξονας της ελληνολατρίας είναι η ιδέα, ότι η αρχαία Ελλάδα αποτελεί το «λίκνο του πολιτισμού» εν γένει. Σύμφωνα με την ιδέα αυτή, η επιστήμη, η τεχνική, οι ιδέες, οι αξίες, η αισθητική, η ηθική, και ό,τι άλλο «καλό» και «μεγάλο» έχει ανά τους αιώνες επιτευχθεί από την ανθρωπότητα, είναι στη βάση του ελληνικό: δηλαδή ελληνικής εμπνεύσεως και ελληνικής κατασκευής. Μοιάζει εκ πρώτης όψεως σαν να έχουμε να κάνουμε με μια από τις πιο γνωστές και θεμελιακές ιδέες του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και του νεώτερου ελληνισμού, περί των οφειλών του συγχρόνου δυτικού πολιτισμού στην κλασική Ελλάδα, με τη διαφορά ότι εδώ η ιδέα αυτή επεκτείνεται έτσι ώστε να καλύπτει όχι μόνο αυτά που κατά κοινή πεποίθηση είναι ελληνικής προελεύσεως (όπως π.χ. η δημοκρατία, η παιδεία, η φιλοσοφία κλπ), αλλά και κάθε τι άλλο που έχει σημαδέψει την ανθρώπινη ιστορία (από τις πυραμίδες έως την ανακάλυψη της Αμερικής, κι από τον ηλεκτρισμό έως τη θεωρία της σχετικότητας). Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μέσα σ’ όλα αυτά υπάρχουν πολλές βάσιμες, και, αν μη τι άλλο, ενδιαφέρουσες ερευνητικές υποθέσεις εργασίας (όπως π.χ. για την τεχνολογία των αρχαίων Ελλήνων, τη θεραπευτική, την υγιεινή διατροφή, την άθληση, ή, τέλος, τα ταξίδια και τις εποικήσεις τους σε μακρινά μέρη του κόσμου). Το πρόβλημα είναι πως ό,τι αξιόλογο και αξιόπιστο προκύπτει από την επιστημονική έρευνα, δύσκολα μπορεί να διαχωριστεί από τη σωρεία των ιστορικών ανακριβειών και των επιστημονικοφανών ταχυδακτυλουργιών που επιστρατεύονται για να αποδείξουν την «ελληνικότητα» των πάντων. Κι όπου, για παράδειγμα, ο Κολόμβος και ο Αϊνστάιν δεν έχουν τρίτη λύση: ή θα πρέπει να αποδειχθούν Έλληνες ή θα πρέπει να ομολογήσουν ότι έκλεψαν τις ανακαλύψεις τους από κάποιον Έλληνα!
Οι υπερβολές αυτές έχουν μια συγκεκριμένη ιδεολογική χρησιμότητα. Εκτός του ότι κάνουν την όλη ιδέα πιο εντυπωσιακή για ένα ευρύ λαϊκό ακροατήριο, της προσδίδουν επιπλέον και τον απόλυτο και καθολικό χαρακτήρα που χρειάζεται για να πείσει το ακροατήριο αυτό για τη – «φυσική» ή «μεταφυσική» – αξία και ισχύ του Ελληνισμού, χωρίς να χρειαστεί να το «μπλέξει» σε μια εξειδικευμένη συζήτηση σχετικά με το ποιος πολιτισμός ή ποιες πνευματικές και ηθικές αξίες πλησιάζουν περισσότερο το ορθό, το δίκαιο, το αληθές, το αγαθό κ.τ.ό. – συζήτηση, που και ειδική παιδεία θα απαιτούσε και αμφίβολη κατάληξη μπορεί να είχε. Κι εδώ ακριβώς εντοπίζεται το πλεονέκτημα αυτής της ιδέας: ότι «αποδεικνύει» την ελληνική υπεροχή, χωρίς να απαιτείται η επίκληση ειδικών πνευματικών ή πολιτιστικών αξιών και κριτηρίων. Για να λειτουργήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, πέρα απ’ τις υπερβολές – που θα μπορούσε κανείς να τις αποδώσει και σ’ έναν αφελή ενθουσιασμό, χωρίς άλλες προεκτάσεις – η αρχική κλασική ιδέα της Ελλάδας ως «λίκνου του πολιτισμού» έχει υποστεί και ορισμένες άλλες αλλοιώσεις, που έχουν μεταλλάξει πλήρως τον χαρακτήρα της. Για παράδειγμα, στην κλασική της εκδοχή η ιδέα εντάσσεται, ως γνωστόν, σ’ ένα ευρύτερο ουμανιστικό πλαίσιο, δίνοντας έτσι συγκεκριμένο περιεχόμενο τόσο στην έννοια του πολιτισμού όσο και στο θαυμασμό προς την αρχαία Ελλάδα. Αντίθετα, στις περισσότερες απ’ τις εκδοχές της νέας ελληνολατρίας, η αναγνώριση της ελληνικής προελεύσεως ιδεών και πραγμάτων δεν συνδέεται κατ’ ανάγκη με κάποιο ιδιαίτερο, ηθικό ή άλλο πνευματικό περιεχόμενο. Νοείται απλώς ως μια ελληνική «πολιτιστική πρωτιά» σε μια μονοσήμαντη πορεία της ανθρωπότητας από τη «βαρβαρότητα» προς τον «πολιτισμό». Η πρωτιά αυτή «δικαιώνει» ιστορικά τους αρχαίους ημών προγόνους, ενώ ταυτόχρονα κατοχυρώνει ντε φάκτο κι εμάς, τους γνησίους απογόνους τους, για τα «δικαιώματα» που έχουμε στην επιστήμη, τη φιλοσοφία, την τέχνη κλπ, απέναντι σε κάθε άλλο λαό, όσο ισχυρός κι αν αυτός εμφανίζεται σήμερα. Κι εδώ έχουμε μια ακόμα αλλοίωση της αρχικής ανθρωπιστικής ιδέας, περί της ελληνικής προελεύσεως του πολιτισμού. Διότι αν αυτή, στην κλασική της εκδοχή, ορθωνόταν παιδαγωγικά απέναντι στον νεοέλληνα ως ένα δεοντολογικό ιδεώδες προς κατάκτηση, τώρα, η ίδια ιδέα λειτουργεί ως επιχείρημα πνευματικού εφησυχασμού (οι Έλληνες «είναι» το ιδεώδες, δεν καλούνται «να γίνουν» κάτι). Υπάρχει βεβαίως κι εδώ ένα «δέον», αλλά αυτό δεν έχει κατ’ αρχήν να κάνει μ’ ένα ιδιαίτερο πνευματικό, ηθικό ή πολιτιστικό ιδανικό, αλλά με τη στοιχειώδη πατριωτική υποχρέωση προασπίσεως του συλλογικού μας «κοπυράιτ» απέναντι σε κάθε υποτιθέμενο «σφετεριστή» ή πολέμιο των ελληνικών επιτευγμάτων.[iii]
Με τον τρόπο αυτό εξορκίζεται η κρίση που περνά σήμερα ο Ελληνισμός, κι αντί η αντιμετώπισή της να γίνει σε επίπεδο πνευματικό, μεταφέρεται στο επίπεδο της συλλογικής ψυχολογίας (αντιστρέφοντας κατά κάποιον τρόπο τον γνωστό μύθο της «Ψωροκώσταινας»). Στη βάση αυτή οργανώνεται ένα εγερτήριο εθνικής «αφύπνισης» και διεκδίκησης των εθνικών μας «δικαίων», που βασίζεται στην απλή και ταυτολογική – αλλά γι’ αυτό πρωτογενή και πολύ ισχυρή – αντίθεση: «Εμείς» έναντι των «Άλλων»[iv]. Αυτό το «Εμείς» – κατ’ αρχήν κενό ηθικού και πνευματικού περιεχομένου – ορθώνεται ως το ψυχολογικό θεμέλιο μιας «ελληνικότητας» μη αναγώγιμης σε κοινές διανθρώπινες αξίες και ανάγκες. Μιας «ελληνικότητας» ταυτολογικής, η οποία υποτίθεται ότι πηγάζει πρωτογενώς από τη δύναμη της ελληνικής φυλής (το όμαιμον) ή της ελληνικής γης (το αυτόχθονον), απ’ όπου και απορρέουν δευτερογενώς τα πολιτιστικά της χαρακτηριστικά (το ομόγλωσσον, το ομόθρησκον κλπ).[v] Έτσι, από τον αφελή κοσμοπολίτικο κομπασμό για την πρωτιά της Ελλάδας στον παγκόσμιο πολιτισμό, περνάμε ανεπαίσθητα στην υπεράσπιση μιας αμιγούς φυλετικής ελληνικότητας, απρόσβλητης, απρόσμικτης και «ανάδελφης» σε όλες της τις πιθανές εκδηλώσεις (ιστορική καταβολή, γλώσσα, θρησκεία κλπ). Γι’ αυτό, παρά τον εκ πρώτης όψεως αποϊδεολογικοποιημένο χαρακτήρα της, η ιδέα της ελληνικής «πρωτιάς» αποτελεί ένα πεδίο προνομιακό για τις διάφορες φασιστικές και ακροδεξιές τάσεις, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι γενικότερα δημοφιλής.

β) Η ελληνική θρησκεία

Απ’ την άχρωμη ελληνική «πρωτιά» περνάμε τώρα σ’ έναν άλλον, έντονα φορτισμένο ιδεολογικά και συμβολικά, άξονα της ελληνολατρικής κίνησης, που είναι η αρχαία ελληνική θρησκεία, ή – αν προτιμάτε – η «πάτρια», «εθνική» θρησκεία των Ελλήνων. Η θρησκεία αυτή συνιστά, υποτίθεται, τον πνευματικό πυρήνα του έθνους, την ανώτερη έκφραση και συμπύκνωση της «ελληνικής κοσμοαντίληψης», και ως εκ τούτου δεν μπορεί να είναι κανείς «πραγματικός» και «ολοκληρωμένος» Έλληνας αν δεν είναι «Έλλην» ή «Εθνικός» και στο θρήσκευμα. Αλλά εδώ αρχίζουν τα ερωτήματα. Ποιά είναι και σε τί ακριβώς συνίσταται η «πάτρια ελληνική θρησκεία»; Διότι, ως γνωστόν, από τους μινωικούς έως τους ελληνιστικούς και ρωμαϊκούς χρόνους η θρησκεία των Ελλήνων πέρασε από διάφορα στάδια, όπως αυτά της αρχέγονης Μητέρας Θεάς, των χθονίων θεοτήτων, των Ολυμπίων θεών, των μυστηρίων, της διονυσιακής λατρείας κλπ. Ποιά απ’ όλες αυτές είναι η πραγματική ελληνική θρησκεία; Ή μήπως πρόκειται για την ίδια πίστη που κατά καιρούς και σε διάφορες ιστορικές περιστάσεις αποκτά διαφορετικές εκφράσεις; Και αν είναι έτσι, γιατί αυτή η πίστη να οφείλει να παραμείνει τώρα σταθερή σε μια απ’ αυτές τις αρχαίες φάσεις της, και να μην μπορεί να συνεχίσει την εξελικτική της πορεία; Ποιά είναι η σχέση της με τις πολυθεϊστικές θρησκείες άλλων λαών ή με τις ανατολικές πνευματικές παραδόσεις; Και ποιά είναι η σχέση της με τη χριστιανική Ορθοδοξία, τη σημερινή – την πλειοψηφούσα, έστω – θρησκεία των Ελλήνων; Πολλές απαντήσεις δίδονται στα ερωτήματα αυτά – άλλες συμβατές κι άλλες αντίθετες μεταξύ τους – κι αυτός είναι ίσως ένας απ’ τους κύριους λόγους για τους οποίους δεν μπορεί το ελληνολατρικό ρεύμα να αποκτήσει ενιαία έκφραση.
Η αλήθεια πάντως είναι ότι τα δυο-τρία τελευταία χρόνια γίνεται μια προσπάθεια ξεπεράσματος των επιμέρους διαφορών, μέσω της θρησκείας του Ολυμπιακού «Δωδεκαθέου». Διάφορα οργανωτικά σχήματα και κοινές επιτροπές, όπως για παράδειγμα το «Ύπατο Συμβούλιο των Ελλήνων Εθνικών», εμφανίζονται ως εκπρόσωποι μιας επίσημης και κανονικής θρησκείας, απαιτώντας ταυτόχρονα, τόσο από το κράτος όσο και από τον καθένα χωριστά, σεβασμό των μνημείων και των συμβόλων της. Τα επιχειρήματά τους είναι, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, νομικής φύσεως (ανεξιθρησκία κι ελευθερία της συνειδήσεως), ενώ σ’ ένα δεύτερο επίπεδο προχωρούν και στην επί της ουσίας υπεράσπιση των «πατρώων» θεών και των λοιπών αρχαίων συμβόλων, στο όριο που επιτρέπει η εγγενής νεοελληνική αρχαιοφιλία[vi]. Στο επίπεδο αυτό, οι «Εθνικοί» προωθούν κι αυτοί απ’ τη μεριά τους το αίτημα του χωρισμού της χριστιανικής ορθόδοξης Εκκλησίας από το Ελληνικό Κράτος, αίτημα το οποίο το συνδυάζουν με διάφορα μέτρα «μίμησης» των αρχαίων Ελλήνων (προώθηση της «ελληνοπρεπούς» καύσης των νεκρών, αλλαγή των ονομάτων από χριστιανικά σε αρχαιοπρεπή κ.τ.ό.). Επίσης, σημαντικό μέρος της δράσης τους εντοπίζεται στη διάσωση των αρχαίων μνημείων, ιδιαίτερα των ναών, τους οποίους θεωρούν «ιερούς τόπους» όπου πρέπει να αναβιώσει η αρχαία λατρεία. Και πράγματι, εδώ και καιρό έχει αρχίσει σποραδικά η διοργάνωση αρχαιοπρεπών τελετών (γάμοι, βαφτίσια, φυσιολατρικές τελετές, εορτασμοί ιστορικών επετείων, θυσίες ζώων, σπονδές κλπ)[vii], έχοντας συχνά και την υποστήριξη των τοπικών δημοτικών αρχών, που τους βλέπουν ως τουριστική ατραξιόν. Βέβαια, όλα αυτά καταντούν πολλές φορές ευτράπελα, και εκτυλίσσονται σκηνές πραγματικά κωμικές – γεγονός που δεν είναι άσχετο από τον χονδροειδή εγκεφαλισμό και την αισθητική κακογουστιά που χαρακτηρίζει εν πολλοίς όλη αυτή την «επιστροφή» στην αρχαιότητα – αλλά δεν πρόκειται να επιμείνουμε σ’ αυτό. Από την άποψη άλλωστε αυτή οι Έλληνες «Εθνικοί» δεν πρωτοτυπούν. Ακολουθούν τα παραδείγματα αντιστοίχων νεοπαγανιστικών κινήσεων άλλων χωρών, με τις οποίες, όπως φαίνεται, διατηρούν δεσμούς και αναπτύσσουν στενή συνεργασία. Μάλιστα αντιπροσωπία Ελλήνων νεοπαγανιστών συμμετείχε στο πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο των Εθνικών Θρησκειών, που διοργανώθηκε πέρυσι τον Ιούνιο στη Λιθουανία (με κεντρικό θέμα «Ενότητα στη Διαφορά»)[viii].
Πέρα όμως απ’ την πλούσια αυτή «προς τα έξω» δραστηριότητα, παραμένει άλυτο για τους σύγχρονούς μας δωδεκαθεϊστές το «θεολογικό» πρόβλημα. Διότι κι αν ακόμα απαντηθεί το ερώτημα ποιοί ακριβώς είναι οι δώδεκα θεοί – πράγμα όχι και τόσο εύκολο[ix] – εκκρεμεί το ζήτημα μιας κάποιας κοινής κατανόησης της φύσης των θεών αυτών και της σημασίας που αποδίδεται στη λατρεία τους. Και στο σημείο αυτό – όπως ίσως είναι φυσικό (μιας κι «ένα κίνημα πολυθεϊστικό δεν μπορεί παρά να είναι πολύμορφο και πολυφωνικό»[x]) – διακλαδώνονται διάφορες τάσεις και απόψεις. Άλλοι αντιλαμβάνονται τους θεούς ως πραγματικές οντότητες υλικο-ψυχικές (που, κατά μια εκδοχή, προήλθαν από την πνευματική μετεξέλιξη κανονικών ανθρώπων)[xi], άλλοι τους θεωρούν ως απρόσωπες φυσικές δυνάμεις και ενέργειες (εκδηλώσεις του ενιαίου συμπαντικού-κοσμικού Όλου)[xii], άλλοι τούς βλέπουν ως απλές συμβολικές υποδηλώσεις φυσικών ή ψυχικών τάσεων και αρχετύπων (σύμβολα με καθαρά παιδαγωγική, ηθικοπλαστική ή ψυχοδυναμική αξία, και πιθανότατα χωρίς ιδιαίτερη οντολογική υπόσταση)[xiii], και ο κατάλογος θα μπορούσε να συνεχιστεί χωρίς τελειωμό. Οι διαφορές αυτές δεν είναι τυχαίες, ούτε χωρίς νόημα. Εκφράζουν τη διαφορετική αφετηρία και προοπτική της κάθε «θεολογίας», όχι τόσο σε αναφορά προς την αρχαία Ελλάδα και τους θεούς της, όσο προς τις σύγχρονες πνευματικές τάσεις. Διότι, για παράδειγμα, η ιδέα των θεών ως υλικο-ψυχικών οντοτήτων, αποτελεί μια «εξελληνισμένη» έκδοση του συγχρόνου εσωτερισμού. Το ενδιαφέρον της τάσης αυτής, στην οποία θα βρούμε να εκβάλλουν μεταξύ άλλων και διάφοροι κλάδοι του ελληνικού τεκτονισμού, στρέφεται κατά κύριο λόγο στα αρχαία ελληνικά μυστήρια (πυθαγόρειοι, ορφικοί, ελευσίνια, καβείρια κλπ), τα οποία αντιλαμβάνεται υπό το πρίσμα της ανατολικής πνευματικότητας και του αποκρυφισμού.[xiv] Από την άλλη μεριά, η ιδέα των θεών ως απροσώπων φυσικών-κοσμολογικών δυνάμεων και ενεργειών πηγάζει από το επιστημολογικό έδαφος της μετανεωτερικής φυσικής θεωρίας του Φρίτγιοφ Κάπρα (συγγραφέα των κλασικών πλέον, στο είδος τους, βιβλίων, «Το Ταό και η Φυσική» και «Η Κρίσιμη Καμπή»), καθώς επίσης κι από τον αντιεξουσιαστικό μεταπολιτικό στοχασμό γύρω από την αρχαία ελληνική πόλη (Κ.Καστοριάδης, Μ.Μπούκτσιν, Άννα Άρεντ κλπ).[xv] Στην περίπτωση αυτή έχουμε μια περισσότερο ορθολογιστική πολιτικοκοινωνική «θεολογία», που τονίζει την υποτιθέμενη ιδιότητα της πολυθεϊστικής κοσμοαντίληψης να οδηγεί σε «αυτοθεσμιζόμενες» κοινωνίες του Μέτρου, της Παρρησίας, της Αρετής και της Ελευθερίας, σε αντίθεση προς τον μονοθεϊστικό «απολυταρχισμό».[xvi] Και με αντίστοιχο τρόπο θα πρέπει να γίνουν κατανοητές κι όλες οι άλλες πολυθεϊστικές ελληνολατρικές «θεολογίες», αναγόμενες σε κάποιο από τα σύγχρονα διεθνή ρεύματα, αφού άλλωστε κι οι ίδιοι, οι Έλληνες «εθνικοί», δεν παραλείπουν να υπογραμμίσουν τις συγγένειές τους αυτές. Ορισμένοι, λόγου χάριν, εντάσσουν την ελληνική «εθνική θρησκεία» στην ευρύτερη χορεία των «παραδοσιακών θρησκειών» (που, όπως λένε, διασώζουν, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, τη μνήμη της χαμένης «Χρυσής Εποχής» της ανθρωπότητας)[xvii]. Κι ενώ οι πιο συντηρητικοί επιμένουν ότι ο διεθνής παγανισμός «έχει ελάχιστη σχέση με την Ελληνικότητα»[xviii], άλλοι φτάνουν να οραματίζονται τη συμμετοχή τους σε μια παγανιστική «θρησκεία της Ευρώπης»[xix]. Έτσι, ενώ υποτίθεται ότι οι Έλληνες «εθνικοί» μοιράζονται την ίδια (ελληνική) πίστη, αποδεικνύεται ευκολότερο γι’ αυτούς να συνεννοηθούν με τις ομόλογες ξένες κινήσεις (εσωτεριστικές, νεοπαγανιστικές κλπ), παρά μεταξύ τους.
Οι δωδεκαθεϊστικές τάσεις που περιγράψαμε είναι έντονα αντιχριστιανικές, κι όλες τους, λίγο ως πολύ, θεωρούν ότι Ελληνισμός και Μονοθεϊσμός (χριστιανικός ή άλλος) είναι μεγέθη εχθρικά κι ασυμβίβαστα μεταξύ τους. Στον αντίποδα όμως αυτών των τάσεων υπάρχει και μια σημαντική μερίδα που πιστεύει στη συνέχεια της αρχαίας και της χριστιανικής «ελληνικής θρησκείας», και, υπό την έννοια αυτή, στην ενότητα Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Παρά το γεγονός ότι συμμερίζεται την κριτική που οι αντιχριστιανοί δωδεκαθεϊστές ασκούν στον «ιουδαιοχριστιανισμό», η μερίδα αυτή διαχωρίζει εν τούτοις την Ορθοδοξία από τον δυτικό Χριστιανισμό, βλέποντας στην πρώτη τη συνέχεια της διαχρονικής ελληνικής λαϊκής-δημοτικής παράδοσης, και την κρυφή ή φανερή επιβίωση της αρχαίας θρησκείας, ειδικότερα της ορφικής και της διονυσιακής λατρείας.[xx] Εδώ, θα πρέπει να πούμε ότι παρά τις όποιες ειδικές θρησκευτικές ή θεολογικές απορίες μπορεί να δημιουργούνται, βρισκόμαστε οπωσδήποτε σ’ ένα έδαφος πολύ πιο οικείο για τον μέσο Έλληνα. Κι αυτό είναι απολύτως λογικό, αφού από μια άποψη δεν έχουμε να κάνουμε παρά με μια αρχαιόστροφη παραλλαγή του κεντρικού νεοελληνικού μύθου περί της διαχρονικής συνέχειας και της πνευματικής ενότητας αρχαίου και χριστιανικού Ελληνισμού. Στην ίδια άλλωστε αρχαιόστροφη γραμμή θα βρούμε στοιχημένους πολλούς απ’ τους σημαντικότερους πνευματικούς δημιουργούς του Νέου Ελληνισμού (από τον Κ. Παλαμά και τον Α. Σικελιανό έως τον Γ. Σεφέρη και τον Ο. Ελύτη), καθώς και κλασικούς νεοέλληνες ερευνητές και συγγραφείς (όπως οι πατέρες της ελληνικής λαογραφίας Ν. Γ. Πολίτης και της ελληνικής εθνολογίας και θρησκειολογίας Παναγής Λεκατσάς). Πέρα όμως απ’ τη στενή της συγγένεια με τον κεντρικό κορμό της νεοελληνικής ιδεολογίας, η άποψη αυτή βασίζεται εν πολλοίς και στη σύγχρονη επιστημονική έρευνα (ιδιαίτερα τη λαογραφία, εθνολογία, θρησκειολογία, γλωσσολογία κλπ), απ’ όπου προκύπτει μια μορφολογική συνέχεια ανάμεσα στις παγανιστικές παραδόσεις από τη μια και την νεοελληνική δημοτική παράδοση ή την ορθόδοξη τελετουργία από την άλλη. Το ερώτημα βέβαια που θα έπρεπε να τεθεί εδώ είναι αν υπάρχει ταυτότητα του εθίμου με το ήθος που περιέχεται σ’ αυτό, αν δηλαδή τα έθιμα και οι αρχετυπικές μορφές ταυτίζονται μ’ ένα συγκεκριμένο πάντοτε ήθος και μια συγκεκριμένη πνευματικότητα. Πιστεύω πως όχι. Πως οι μορφολογικές ομοιότητες και η γενετική ακόμα συνέχεια των εθίμων και των τελετουργιών δεν αρκούν για να δηλώσουν τον πνευματικό χαρακτήρα, το ήθος των πράξεων. Ή, για να το πω αλλιώς, όταν υπάρξει πραγματική αλλαγή στο ήθος, όπως στη μετάβαση από την προχριστιανική στη χριστιανική πίστη, αυτή μπορεί να οδηγήσει στην εσωτερική πνευματική μετάπλαση των εθίμων και την ένταξη των αρχετύπων σ’ έναν άλλον πνευματικό προσανατολισμό.[xxi] Όμως οι φιλορθόδοξοι ελληνολάτρες δεν έχουν κανένα δισταγμό να ταυτίσουν τα ήθη με τα έθιμα[xxii] (όπως άλλωστε και πολλοί Χριστιανοί, που – μη κατανοώντας τη διαλεκτική σχέση Εκκλησίας και Κόσμου – ταυτίζουν την αγιοπνευματική Παράδοση της Εκκλησίας με την εθνική πολιτιστική παράδοση των χριστιανικών λαών). Έτσι ταυτίζοντας τις πολιτιστικές δομές της Ορθοδοξίας μ’ αυτές της Αρχαίας Ελλάδας, οι φιλορθόδοξοι ελληνολάτρες βρίσκουν τη δική τους γέφυρα προς τον «αυθεντικό» Ελληνισμό, χωρίς να χρειαστεί να αποκοπούν από τον ελληνοχριστιανικό νεοελληνικό κορμό (όπως είναι υποχρεωμένοι να κάνουν οι σύντροφοί τους της αντιχριστιανικής πτέρυγας). Αυτό όμως που οι φιλορθόδοξοι – ως γνήσιοι ελληνολάτρες – δεν μπορούν να ανεχθούν με κανένα τρόπο, είναι οι ιουδαϊκές καταβολές της Ορθοδοξίας: ο παλαιοδιαθηκικός Γιαχβέ, η «γραμμική» εσχατολογία κι ο μεσσιανισμός του ιουδαϊκού πνεύματος. Συνεχίζοντας λοιπόν τη μακραίωνη παράδοση των Γνωστικών, διαχωρίζουν τον «καλό» χριστιανικό «Θεό της Αγάπης» από τον «κακό» εβραϊκό «Θεό Τιμωρό», κι έχουν ως βασική τους επιδίωξη να «αποκαθάρουν» την ορθόδοξη πίστη και λατρεία απ’ την Παλαιά Διαθήκη και να τη μπολιάσουν με τα αυθεντικά, υποτίθεται, αρχαιοελληνικά της στοιχεία[xxiii]. Και εδώ θα πρέπει να πούμε ότι την ίδια γραμμή (αποδοχή της συνέχειας μεταξύ αρχαίου και χριστιανικού Ελληνισμού με έμφαση στην αρχαία Ελλάδα, αλλά με απόρριψη της Παλαιάς Διαθήκης) ακολουθούν για λόγους εθνικής σκοπιμότητας και πολλοί άλλοι ελληνολάτρες, που δεν πιστεύουν πραγματικά στη συνέχεια Ελληνισμού και Ορθοδόξου Χριστιανισμού, αλλά εκτιμούν ότι η ρήξη «εθνικών» και χριστιανών είναι σήμερα άκαιρη, και θα υπέσκαπτε τη βασισμένη στον «ελληνοχριστιανισμό» ιδεολογική ενότητα του συγχρόνου Ελληνισμού[xxiv].
Υπάρχει τελικά μια κοινή βάση κάτω απ’ όλη αυτή την ποικιλία και τις αντιθέσεις των διαφόρων, αντιχριστιανικών ή φιλορθοδόξων, αρχαιολατρικών «θεολογιών»; Πιστεύω πως υπάρχει. Και θα συνόψιζα την κοινή αυτή βάση στην επιδίωξη μιας «φυσιοκρατικής» ή «κοσμοκρατικής» πίστης, σκληρός θεολογικός πυρήνας της οποίας είναι η θεοποίηση του φυσικού κόσμου. Εσωτεριστές, νεοπαγανιστές και φιλορθόδοξοι ελληνολάτρες αδυνατούν να δεχθούν την ύπαρξη μιας άλλης, «άκτιστης» φύσεως, πέραν της «κτιστής» φύσεως του κόσμου τούτου. Αδυνατούν να δεχθούν έναν «εξωκοσμικό», όπως λένε οι ίδιοι, θεό. Γιατί τότε – υποθέτουν – δεν θα μπορούσε να υπήρχε επικοινωνία μαζί του, ή και αν υπήρχε, θα ήταν μια επικοινωνία εξουσιαστική, που θα αναιρούσε την ελευθερία του ανθρώπου και του κόσμου.[xxv] Ανάλογα με την α΄ ή τη β΄ άποψη, το ενδιαφέρον αυτής της φυσιοκρατικής πίστης στρέφεται είτε στην ατομική ψυχοπνευματική ανάπτυξη, είτε στη συλλογική ηθικοπολιτική και κοινωνική συγκρότηση, είτε στη σχέση του ανθρώπου με το φυσικό περιβάλλον του. Έτσι κι αλλιώς, όλα αυτά (ατομική ψυχή, ομαδική κοινότητα, φυσικό περιβάλλον κλπ) νοούνται ως επίπεδα ή λειτουργίες του κοσμικού Όλου, και το αίτημα είναι πάντα το ίδιο: η απόκρουση της φυσικής εντροπίας (των διαλυτικών δηλαδή τάσεων που ενυπάρχουν στη φύση), και αποκατάσταση ή επίτευξη της αρμονίας (αυτής που υπήρχε αρχικά, διαταράχθηκε και πρέπει να αποκατασταθεί, ή εκείνης που ενυπάρχει στα πράγματα δυνάμει και πρέπει να αποκατασταθεί ενεργεία). Για ορισμένους (ακροδεξιών τάσεων) η αποτροπή της εντροπίας εξασφαλίζεται με την εγκαθίδρυση μιας άτεγκτης, «απολλώνειας» τάξης, ενώ για άλλους (μάλλον αριστερής αποκλίσεως) είναι αποτέλεσμα της εκστατικής «διονυσιακής» λειτουργίας του έρωτα. Στο πλαίσιο της μεταμοντέρνας αυτής φυσιοκρατίας (κράμα ορθολογισμού και ανορθολογισμού, που αναμιγνύονται παλιές δοξασίες με νεώτερες επιστημονικές θεωρίες της σύγχρονης φυσικής κλπ), οι εσωτεριστές ή νεοπαγανιστές ελληνολάτρες, αντιχριστιανοί ή φιλορθόδοξοι, καταφέρνουν να συνταιριάξουν το πληγωμένο θρησκευτικό αίσθημα με τις βασικές ανθρωπιστικές αξίες – να συνταιριάξουν το θρησκευτικό αίσθημα (που ο διαφωτισμός, ο επιστημονισμός, ο οικονομισμός και οι ολοκληρωτικές πολιτικές ιδεολογίες επεδίωξαν ανεπιτυχώς να εκριζώσουν από το σύγχρονο κόσμο), με τις ανθρωπιστικές αξίες (όποιες και όπως μπόρεσαν να διασωθούν από τη σκληρή ιστορική εμπειρία του 20ου αιώνα). Και στο σημείο αυτό θα πρέπει να ομολογήσουμε ότι η μετα-οικολογική αυτή πίστη των ελληνολατρών μπορεί να έχει διάφορα προβλήματα, αλλά πάντως δεν είναι καθόλου αναχρονιστική. Είναι μια προσπάθεια του μετανεωτερικού ανθρώπου να ξεπεράσει την αθεΐα σ’ ένα ιδεολογικό (δηλαδή επιφανειακό) επίπεδο, παραμένοντας πιστός στις βαθύτερες πνευματικές της προϋποθέσεις.

γ) Η τεχνο-προφητεία των εξωγήινων θεών

Ό,τι δεν μπορεί να γίνει δεκτό σε επίπεδο εσωτερικό και πνευματικό, έρχεται απ’ το παράθυρο, μετεστραμμένο σε επίπεδο εξωτερικό και μηχανικό. Έτσι, στη θέση της απωθημένης πνευματικής σχέσης με τον «όλως Άλλο» («εξωκοσμικό» για τους ελληνολάτρες) άκτιστο Θεό, ορισμένοι φαντασιώνουν μια μηχανιστική συγγένεια και επικοινωνία με απτούς εξωγήινους θεούς και προστάτες ή με χαμένους πολιτισμούς (Ατλαντίδα). Κι αυτός είναι ένας τρίτος άξονας της ελληνολατρικής κίνησης. Βέβαια οι δημόσιοι υποστηρικτές των σχετικών θεωριών είναι λίγοι, υπάρχει όμως μια μεγάλη μερίδα που φλερτάρει διακριτικά μ’ αυτές, τηρώντας μια θέση «αγνωστικιστικής», τρόπον τινά, απορίας αλλά και κρυφής ελπίδας. Απ’ τις διάφορες θεωρίες, ας σταθούμε σε μια απ’ τις πιο διαδεδομένες: ότι δηλαδή οι Έλληνες έλκουν με κάποιο τρόπο την καταγωγή τους από τους εξωγήινους «θεούς», που ήρθαν πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια στη Γη (από τον Αστερισμό του Λαγού, ή από τον Σείριο, ή από τέσσερεις διαφορετικούς αστερισμούς). Αυτή η εξωγήινη προέλευση εξηγεί, υποτίθεται, και την ανωτερότητα των Ελλήνων και τη διαχρονική σύγκρουσή τους με τους «άλλους», που κατευθύνονται από κακούς εξωγήινους ή από μυστηριώδη ανθρωποειδή που κατοικούν στα υπόγεια έγκατα της Γης. Κι εδώ ακριβώς επεμβαίνει η «Ομάδα Ε», η οργάνωση-φάντασμα, που από την αυγή της ιστορίας προστατεύει και καθοδηγεί τους Έλληνες στον διαπλανητικής σημασίας αγώνα τους. Το επιτελείο της «Ε», στους συνεργάτες της οποίας θα μπορούσε κανείς να βρει τον Αριστοτέλη, τον Ιουλιανό, τον Κοραή, τον Ωνάση, τον Τρίτση, τον Σαντάμ Χουσεϊν και πολλούς άλλους, «προωθεί τα συμφέροντα του ελληνισμού, κατέχει υπερόπλα και σκοπεύει να κάνει την Ελλάδα υπερδύναμη»[xxvi]. Υπάρχει βέβαια και η Ο.Ε.Α.[xxvii] που θεωρεί ύποπτους τους «Ε», αλλά ας μην τα ψιλολογούμε και χάνουν την αξία τους.
Όπως και παραπάνω (περί «πατρώας θρησκείας» κ.τ.ό.), έτσι κι εδώ, η περίφημη ιδιαιτερότητα της εξωγήινης καταγωγής των Ελλήνων και των θεών τους δεν είναι παρά η μεταφορά στα καθ’ ημάς της γνωστής δοξασίας περί της εξωγήινης καταγωγής των αρχαίων θεών, πρωτοπόρος δάσκαλος της οποίας υπήρξε πριν από μερικές δεκαετίες ο Έριχ Φον Νταίνικεν. Η πρώτη απόπειρα «εξελληνισμού» της θεωρίας του Νταίνικεν ανάγεται μάλλον στον Γεώργιο Λευκοφρύδη και στο σχεδόν θρυλικό βιβλίο του «Κοσμοσκάφος ΣΤΑ-ΓΥΡΟ ΕΨΙΛΟΝ – το Οργάνων Όργανο του Αριστοτέλη» (1975)[xxviii], ενώ την ίδια περίπου θεωρία, περί εξωγήινης καταγωγής των Ελλήνων, επανέλαβε στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ο Θεόδωρος Αξιώτης[xxix]. Εν τω μεταξύ, σ’ ένα εντελώς άλλο πλαίσιο, που έχει σχέση με τις εσωτεριστικές ελληνολατρικές «θεολογίες», είχε ήδη από το 1984 κυκλοφορήσει ένα βιβλίο με τίτλο «Ετοπία», που έκανε λόγο για την «Κοινότητα Ε» ως μια ελληνοκεντρική μεταφυσική ουτοπία (χωρίς όμως αναφορές σε εξωγήινους κ.τ.ό.).[xxx] Το 1994, λίγο καιρό μετά το βιβλίο του Θ.Αξιώτη, ο Γιάννης Φουράκης[xxxi] θεώρησε καλό να αναμείξει τις δυο αυτές ιδέες (εξωγήινοι Έλληνες και «Ομάδα Ε») σε μια ενιαία θεωρία, την οποία άρχισαν στη συνέχεια να τη διαδίδουν και άλλοι, όπως ο Ανέστης Κεραμυδάς[xxxii], και όλοι μαζί γοητεύουν έκτοτε το κοινό.
Προφανώς, με βάση την κοινή λογική, θα χαρακτήριζε κανείς τις απόψεις αυτές ως αφελή παραδοξολογήματα, αποκυήματα αρρωστημένης φαντασίας. Το θέμα όμως είναι ότι αυτά τα παραδοξολογήματα όχι απλώς απασχολούν, αλλά εμπνέουν, θα έλεγα, ένα πολυάριθμο ακροατήριο. Και το ερώτημα είναι: Γιατί; Από πού αντλούν τη δύναμη και την πειθώ τους; Μια απάντηση που μπορεί να δοθεί είναι ότι η πειστικότητα της θεωρίας των «Ε» βρίσκεται ακριβώς στον παραλογισμό της, ή, για να είμαι ακριβέστερος, στην ικανότητα των εμπνευστών της να συγχέουν τα όρια μεταξύ απλού παραλογισμού και υπερβάσεως της λογικής. Εν πάση περιπτώσει εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με «θεωρίες», που μπορούν να κριθούν βάσει της «κοινής λογικής», αλλά – όπως χαρακτηριστικά έχει γραφτεί – έχουμε να κάνουμε με μια «νεομυθολογία», δηλαδή με μια νέου τύπου μυθολογία, που δεν αποκλείεται να είναι αυτή που θα διαμορφώσει την «κοινή λογική» του μέλλοντος (όπως η νεωτερική μυθολογία του επιστημονισμού έχει καθορίσει τη δική μας κοινή λογική). Και νομίζω ότι όσο προχωρούμε προς τον νέο, μεταμοντέρνο κόσμο του Cyber, όπου οι διαφορές μεταξύ της θεωρούμενης ως «πραγματικής» και της λεγόμενης Virtual πραγματικότητας έχουν ήδη αρχίσει να γίνονται όλο και πιο δυσδιάκριτες, η «νεομυθολογία» των εξωγήινων και της «Ομάδας Ε» θα αποκτά όλο και πιο πολύ τα χαρακτηριστικά μιας «εσχατολογικής προφητείας». Κι ο κίνδυνος ή, απλά, το ερώτημα είναι μήπως οι «τεχνο-προφητείες» αυτού του είδους θα είναι ο μόνος τρόπος που θα έχει ο πνευματικά στερημένος άνθρωπος της νέας χιλιετίας για να μιλήσει για τις μεταφυσικές του ελπίδες κι εμπειρίες![xxxiii]

* * *

Ας σταματήσουμε εδώ για την ώρα, αφού διήλθαμε ορισμένες απ’ τις πιο αντιπροσωπευτικές ατραπούς της νέας ελληνολατρίας. Όχι βέβαια όλες, κι ίσως όχι τις πιο αξιόλογες πνευματικά[xxxiv]. Διότι το κύριο μέλημά μου σ’ αυτό το άρθρο ήταν να αναδείξω τα βασικά χαρακτηριστικά των τάσεων που δίνουν τον τόνο στην όλη κίνηση, και που από μια άποψη θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οι πιο γραφικές. Ελπίζω να κατάφερα να δείξω ότι δεν πρέπει κανείς να ξεγελαστεί απ’ την ενδεχόμενη γραφικότητά τους, διότι πίσω απ’ αυτή κρύβονται στοιχεία που στην επερχόμενη πνευματική συγκυρία θα αποδειχθούν ισχυρά, το καθένα σε διαφορετικό επίπεδο: προλογικό, λογικό, μεταλογικό. Η ιδέα π.χ. της «ελληνικής πρωτιάς», ακριβώς εξ αιτίας της απλοϊκότητάς της, είναι ένα ισχυρό ψυχολογικό θεμέλιο, το «προλογικό» υπόστρωμα μιας νέας συλλογικής συνείδησης. Πάνω σ’ αυτό το προλογικό υπόστρωμα, η «ελληνική θρησκεία» δομεί τον «ορθολογικό» πυρήνα μιας νέας μεταφυσικής ιδεολογίας, ενός νέου μεταμοντέρνου δημόσιου λόγου, μιας νέας κοινής λογικής. Και μετά απ’ όλα αυτά έρχονται οι εξωγήινοι θεοί των Ελλήνων για ν’ απογειώσουν τους φανερούς ή κρυφούς πιστούς τους στα επίπεδα μιας μηχανοκεντρικής υπερβατικότητας, μιας διαπλανητικής «εσχατολογίας». Προλογικό, λογικό, μεταλογικό: τρία επίπεδα μιας σκέψης, που θα μπορούσαν να είναι τρία σήριαλ στην τηλεόραση: ένα στην απογευματινή ζώνη (για τα παιδιά), ένα στη βραδινή (για τους μεγάλους), κι ένα αργά τη νύχτα (μεταξύ αϋπνίας και ύπνου). Και μέσα απ’ αυτά προβάλλει η διακήρυξη μιας νέας συλλογικής φαντασίωσης για όλη την ελληνική οικογένεια. «Οι Εθνικές και οι Εθνικοί πιστεύουν πως μέσα στον αρχαιοελληνικό κόσμο υπάρχουν οι ιδέες και οι αξίες που θα μας βοηθήσουν να οικοδομήσουμε έναν καλύτερο κόσμο: η ουσιαστική δημοκρατία, η αγάπη προς τη θεά Φύση, η φιλοσοφία, η γνώση και η έρευνα, ο έρωτας, ο σεβασμός προς τη διαφορετικότητα, η τέχνη και η ποίηση.»[xxxv] Όπως συμβαίνει γενικά στο μεταμοντερνισμό, έτσι και στην περίπτωση της μετανεωτερικής αυτής φυσιοκρατίας, οι οπαδοί της δανείζονται σκόρπιες «μορφές» από το παρελθόν, με τις οποίες οικοδομούν ένα αυθαίρετο μέλλον. Κι αν όλα αυτά δεν είναι παρά λόγια του αέρα; Καθόλου δεν πειράζει. Διότι όπως λένε κι αυτοί που τα βλέπουν μ’ ένα Τρίτο Μάτι, η «μεγάλη “χρησιμότητα” των θεών… είναι στο να κρατάνε το παραμύθι, το άγνωστο, την ελπίδα, ζωντανά. Να συντηρούν την ανασφάλεια που αναζωογονεί…»[xxxvi]
Κι εδώ ακριβώς προβάλλει η δική μας ανεπάρκεια κι αδυναμία. Η ανεπάρκεια των συγχρόνων Χριστιανών να μαρτυρήσουμε στον κόσμο – και στους Έλληνες – για το πραγματικό άγνωστο (το άγνωστο του εαυτού μας και του πλησίον μας), για την πραγματική ελπίδα (την ελπίδα της Αναστάσεως), και για την πραγματικά αναζωογονητική ανασφάλεια (την ανασφάλεια του Σταυρού). Η αδυναμία μας να βιώσουμε την «εξωκοσμικότητα» του Θεού και την «ετερογένειά» Του απ’ την ανθρώπινή μας φύση όχι ως απόσταση εξουσιαστικής επιβολής, αλλά, ως αυτό που αποκαλύφθηκε στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού: ως η οντολογική προϋπόθεση της – ελεύθερης από κάθε καταναγκασμό – προσωπικής ανάπτυξης και κοινωνίας μαζί Του. Παρακάμψαμε, άλλοι ως κάτι αυτονόητο κι άλλοι ως ψιλά γράμματα, τον πνευματικό και οικουμενικό χαρακτήρα αυτής της συγκλονιστικής αποκάλυψης, και χρησιμοποιήσαμε τον Χριστό για να αναστυλώσουμε τον κλονισμένο εθνικό μας μύθο. Κι ίσως από φιλανθρωπία, ίσως από αφέλεια, ξοδέψαμε την πίστη μας για να οριοθετήσουμε ιδεολογικά μια εθνική ή θρησκευτική «ιδιαιτερότητα» που έπρεπε, δήθεν, να διαφυλαχθεί έναντι των απειλών του κοσμοπολιτισμού, αγνοώντας το ευαγγελικό «ο ευρών την ψυχήν αυτού απολέσει αυτήν, και ο απωλέσας την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού ευρήσει αυτήν» (Ματθ. 10.39). Τώρα οι ελληνολάτρες, αφαιρώντας απ’ τη δική μας ελληνορθόδοξη ταυτότητα τον ιδεολογικοποιημένο Χριστό, μάς δείχνουν, αντεστραμμένη και γυμνή, τη δική μας πνευματική όψη, το δικό μας είδωλο. Πριν τους καταλογίσουμε το λάθος τους, ας στραφούμε εμείς πρώτοι, οι σύγχρονοι Έλληνες Χριστιανοί, προς αυτόν τον «εντελώς Άλλο», τον «εξωκόσμιο», για τους ελληνολάτρες, Θεό – οδός και σύμβολο προς τον οποίο είναι ο ξένος, κι ο πιο ξένος απ’ τους ξένους, ο «εχθρός ημών» – που δεν περιμένει παρά το δικό μας «ελθέτω», για να αποκαλυφθεί ως ο «πανταχού παρών και τα πάντα πληρών», ο πιο οικείος απ’ τους οικείους, ο «εντός ημών», η πηγή της πραγματικής μας ύπαρξης και της αυθεντικής μας εικόνας.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[i] Βλ. και το αφιέρωμα του «Ιού της Κυριακής» στην «Κ. Ελευθεροτυπία», 13 Οκτωβρίου 1996.
[ii] Τη διεθνή αυτή νεοπαγανιστική τάση θα πρέπει να τη δούμε ως μια απ’ τις πολλές και πολυποίκιλες μεταμοντέρνες και νεορομαντικές κινήσεις, που συνθέτουν την πνευματική συγκυρία στη χαραυγή της τρίτης χιλιετίας, και οι οποίες με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αμφισβητούν την κυρίαρχη λογοκρατία και τον μοντερνισμό του 19ου και του 20ου αιώνα. Οι κινήσεις αυτές αποτελούν σε μεγάλο βαθμό άμεσες ή έμμεσες εκδηλώσεις του γνωστού κινήματος της «Νέας Εποχής», αλλά δεν περιορίζονται μόνο σ’ αυτό. Είναι ένα ευρύτερο φαινόμενο στο οποίο συγκλίνουν διάφορες σύγχρονες τάσεις: α) σύγχρονα «μεταπολιτικά» κινήματα, όπως η οικολογία, ο μεταφεμινισμός, ο πολιτικοθρησκευτικός φονταμενταλισμός, η Νέα Δεξιά, β) ο επιστημονικός, φιλοσοφικός, ψυχολογικός ή κοινωνικός αντιρασιοναλισμός, και γ) οι ανανεωτικές εκδοχές παλαιών πνευματικών, θρησκευτικών, φιλοσοφικών, μυστικιστικών ή αποκρυφιστικών παραδόσεων. Εδώ θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να συμπεριληφθούν από τη σύγχρονη επιστημολογία και τη μετανεωτερική φυσική έως τη διαστημολογία και τα U.F.O., από τον «λάιτ» μεταψυχεδελισμό και τα «Ρέιβ Πάρτι» μέχρι τις μαγικές τελετές, το Βουντού και τον Σατανισμό, από το ειρηνικό «Έθνικ» μέχρι τον Ισλαμισμό, κι από τον προτεσταντικό φονταμενταλισμό, μέχρι τον Νεοπαγανισμό, το Ζεν και το Ταό.
[iii] Σε παραπλήσια περίπου λογική διαμορφώνονται και άλλα συναφή «επιχειρήματα» υπεροχής του Ελληνισμού, όπως π.χ. ότι οι Έλληνες είναι αυτοί που σώζουν πάντα την Ευρώπη από τον εξ ανατολών κίνδυνο (Πέρσες, Τούρκοι, κ.ά.), ή ότι οι Έλληνες, λόγω του «μεγάθυμου» χαρακτήρα τους, δεν υποτάσσονται στα ολοκληρωτικά σχέδια φανερών ή κρυφών κέντρων που συνωμοτούν για να επιβάλουν την εξουσία τους στον πλανήτη (Αμερικάνοι, Σιωνιστές, Πάπας).
[iv] Εδώ «δικαιώνεται» η θεωρία του Καρλ Σμιττ (απ’ τους κορυφαίους πολιτικούς στοχαστές του αιώνα μας και εξέχων συνοδοιπόρος του ναζισμού), σύμφωνα με τον οποίο, αυτή καθεαυτή η φύση της πολιτικής καθορίζεται από την αντίθεση Εχθρού-Φίλου σε συλλογικό επίπεδο. Η αντίθεση αυτή είναι κατά τον Κ.Σμιττ πρωτογενής, και δεν ανάγεται σε καμία άλλη αντίθεση ή σε διαφορές σχετικά με τις αξίες του «αγαθού», του «ωραίου» και του «ωφελίμου».
[v] Βασικοί εκπρόσωποι αυτών των τάσεων είναι ο δημοφιλής (και σε χριστιανικούς κύκλους) Κώστας Πλεύρης, το περιοδικό «Δαυλός» και διάφορα άλλα περιοδικά που μάχονται υπέρ της φυλετικής καθαρότητας των Ελλήνων («Ιστοριογνωσία», «Απολώνιον Φως», «Δίαυλος Έψιλον», «Ελάνιον Ήμαρ»).
[vi] Ως χαρακτηριστικό δείγμα της αρχαιολατρικής «διπλωματίας» παραθέτουμε το παρακάτω απόσπασμα: «Υποθέτοντας ότι όντως η νεοελληνική εθνική συνείδηση αποτελείται από ένα ελληνικό/πολυθεϊστικό και ένα βυζαντινορωμαίϊκο/χριστιανικό τμήμα, όπως τουλάχιστον ισχυρίζεται η επίσημη εθνική θέση, όλοι μας βλέπουμε ωστόσο ότι το πρώτο τμήμα αγνοείται συστηματικά και σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, που τον τελευταίο καιρό γίνονται πολύ πυκνές για να είναι τυχαίες, δέχεται σοβαρές ηθικές ή φυσικές επιθέσεις εναντίον του την ίδια στιγμή που το δεύτερο πριμοδοτείται απεριόριστα σε όλα τα επίπεδα της σύγχρονης ζωής. Υπό αυτή την έννοια, για όσους θέλουν να βλέπουν, υπάρχει σοβαρό πρόβλημα ανισονομίας και ανισηγορίας ανάμεσα στις δύο υποτιθέμενες συνιστώσες της νεοελληνικής ταυτότητας…» (Περιοδικό «ΩΚΥΡΡΟΟΝ», τ. 1, 1997, σελ. 4).
[vii] Σ’ ένα πρόσφατο άρθρο διαβάζουμε σχετικά με τις τελετουργίες των δωδεκαθεϊστών τα ακόλουθα: «Οι οπαδοί του πολυθεϊσμού της χώρας μας τιμούν τις θεότητες του αρχαιοελληνικού πάνθεου κατ’ ιδίαν ή σε ομάδες. Οργανώνουν μάλιστα και τελετουργίες σε αρχαίους ιερούς χώρους: απαγγέλλουν ύμνους, καίνε λιβάνι, κάνουν σπονδές και προσφορές καρπών, μοιράζονται το ψωμί (το δώρο της θεάς Δήμητρας) και το κρασί (σύμβολο του θεού Διόνυσου). Γιορτάζουν αρχαίες γιορτές κι ακόμη τις αλλαγές των εποχών (ηλιοστάσιο, ισημερία) και την πανσέληνο, τιμώντας έτσι τον Ήλιο-Απόλλωνα και τη Σελήνη-Άρτεμη.» (Χαρίκλειας Μήνη, Το Νεοπαγανιστικό Κίνημα στην Ελλάδα, περιοδικό «ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ», τ. 28, Ιανουάριος-Φεβρουάριος ’99, σελ. 21).
[viii] Βλ. Βλάση Ρασσιά, Πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο των Εθνικών Θρησκειών, στο περιοδικό «ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ», τ. 26, Οκτώβριος-Νοέμβριος ’98, σελ. 18-19.
[ix] Βλ. Κωνσταντίνου Σιαμάκη, Πού είναι το Δωδεκάθεο;, περιοδικό «ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ», τ. 22, Ιανουάριος-Φεβρουάριος ’98, σελ. 23 κ.ε.
[x] Χαρίκλειας Μήνη, Το Νεοπαγανιστικό Κίνημα στην Ελλάδα, περιοδικό «ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ», τ. 28, Ιανουάριος-Φεβρουάριος ’99, σελ. 21.
[xi] Χαρακτηριστική περίπτωση τέτοιας «θεολογίας» είναι αυτή του Παναγιώτη Μαρίνη, σύμφωνα με τον οποίο οι αρχαίοι θεοί είναι «οντότητες εξ ολοκλήρου πραγματικές», «φύσεως … σαφώς υλικής», «ατομικότητες και προσωπικότητες πλήρεις», «υπέρλαμπρες» και «φωτεινές». (Βλ. Παναγιώτη Μαρίνη, Η Ελληνική Κοσμοθέασις, Αθήναι, 1997, σελ. 71). Οι θείες αυτές οντότητες προήλθαν από διαδοχικές μετεμψυχώσεις ανθρώπων, κι είναι επομένως «προσωπικότητες ώριμες έχοντας περάσει όλας τας καταστάσεις του ανθρωπίνου μόχθου … Κατά τους τελευταίους βίους του επί της γης ο άνθρωπος λαμβάνει ιδιαιτέρας ονομασίας, ονομάζεται ήρως, κατόπιν ημίθεος και τέλος, εις τον τελευταίο βίο Θεός επί της γης ή Θεάνθρωπος.» (Ό.π., σελ. 51-52). Κι η ίδια η «Πολιτεία του Ολύμπου αποτελεί ιστορικό γεγονός», «δημιούργημα του πρώτου γνωστού ένθεου ανθρώπου, του Δία». «Η καταστροφή του πολιτισμού εκείνου υπήρξε κοσμοϊστορικό γεγονός και αποτέλεσμα προϊούσης παρακμής», κι «οι Μινωικοί ¨κόσμοι¨ κι οι υστερότεροι πολιτισμοί των Μυκηνών, του Ομήρου, της Σπάρτης και της Ιωνίας είναι αχλυώδεις ανταύγειες της Πολιτείας του Ολύμπου». (Σ.Πανάγος, Η Πολιτεία του Ολύμπου, περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ», τ. 70, Οκτώβριος 1987, σελ. 3908-3910, ενώ βλ. σχετικά και στα ακόλουθα τεύχη του περιοδικού «ΔΑΥΛΟΣ»: 35/1984, 37/1985, 67/1987, 151/1994).
[xii] Στον αντίποδα της «θεολογίας» του Π. Μαρίνη βρίσκεται η «θεολογία» του Βλάση Ρασσιά, για τον οποίο οι αρχαίοι θεοί «δεν είναι Πρόσωπα, είναι Δυνάμεις, είναι Ενέργειες», «Δυνάμεις αυτόχθονες τούτης της Γης (και τούτου του Σύμπαντος)», «άπειρες επικλήσεις του Ενιαίου Κοσμικού Θείου», και γι’ αυτό είναι άνευ νοήματος η «παραπλανητική», όπως τη χαρακτηρίζει, αντίθεση Μονοθεϊσμού και Πολυθεϊσμού. (Βλ. Βλάση Γ. Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, τόμος πρώτος, 1992, Αθήνα, σελ. 21-22 και 72).
[xiii] Σχετικά με την ιδέα των θεών ως ψυχικών ενεργημάτων διαβάζουμε: «Οι θεοί των Ελλήνων υπήρξαν και πάντα θα υπάρχουν μέσα στις ψυχές των ανθρώπων, όχι έξω απ’ αυτές…», «ποτέ δεν υπήρξαν εξωτερικά των ανθρώπων…», «Οι ναοί και τα μυητικά κέντρα του Ελληνισμού δεν ήταν τόποι λατρείας εξωτερικού θεού … αλλά τόποι προσωπικής εκστατικής βιωματικής προσέγγισης με τον εκάστοτε θεό ή πνεύμα που κάθε ιερό αντιπροσώπευε, στοχεύοντας στην αυτογνωσία και στην αρμονική δράση προς τον εαυτό και τον έξω κόσμο. Κύριος σκοπός μιας τέτοιας βιωματικής εμπειρίας του όποιου θείου ήταν η διερεύνηση της ανθρώπινης επίγνωσης στην απέραντη ομορφιά του κόσμου που κλήθηκε να υπηρετήσει και όχι να κατακτήσει». (Ευ.Βαρελίδη, Για το Αρχαιοελληνικό Δωδεκάθεο, περιοδικό «ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ», τ. 23, Μάρτιος-Απρίλιος ’98, σελ. 25-26). Περισσότερο εξωστρεφής είναι η συμβολική κατανόηση των αρχαίων θεών από τον Μάριο Βερέττα, για τον οποίο η αρχαία λατρεία είναι «θεοποιημένη φύση», σημαίνοντας «πάνω απ’ όλα, λατρεία της φύσης και συμφιλίωση με τη φύση». Διότι: «Όταν ένα ποτάμι είναι θεός δεν το κάνουμε βόθρο όπως τον Ιλισσό». Από κει και πέρα: «Καθένας μπορεί να βρει το θεό του και να τον ερμηνεύσει όπως νομίζει.» Ο Μ.Βερέττας δηλώνει «Επικούρειος», εξηγώντας ότι ο Επίκουρος, αν και «δεν απέρριψε ποτέ την ύπαρξη των θεών», ήταν «φανερά άθεος». (Βλ. συνέντευξη στον Χρ. Μόρφο, περιοδικό «ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ», τ. 20, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος ’97, ένθετο αφιέρωμα, σελ. 22).
[xiv] Όσο καλή διάθεση κι αν έχει κανείς για να πειστεί απ’ την πληθώρα των γοητευτικών περιγραφών για τα αρχαία μυστήρια, αν έχει στοιχειώδη γνώση του νεώτερου εσωτερισμού εύκολα αντιλαμβάνεται ότι δεν βρίσκεται μπροστά σε καμία αναγέννηση των αρχαιοελληνικών μυστηρίων, αλλά σ’ ένα, επί το ελληνικότερον, ξαναζέσταμα και ξανασερβίρισμα της μεταμοντέρνας συγκρητιστικής πνευματικότητας της «Νέας Εποχής» (καθ’ όλα σύγχρονής μας και κοσμοπολιτικής και καθόλου αρχαίας και ελληνικής). Αυτό άλλωστε προκύπτει κι από τη προσωπική πνευματική εξέλιξη χαρακτηριστικών εκπροσώπων αυτής της τάσης, οι οποίοι πριν εξελιχθούν σε διδασκάλους και ιεροφάντες των αρχαίων μυστηρίων υπήρξαν, ο καθένας με τον τρόπο του, οπαδοί νεωτέρων εσωτεριστικών και αποκρυφιστικών ρευμάτων (θεοσοφία κλπ) και ανατολικοθρησκευτικών αντιλήψεων και πρακτικών (διαλογισμός, γιόγκα κλπ), που διαδόθηκαν ευρέως στην Ελλάδα κατά τη δεκαετία του 80. Αλλά και οι τωρινές τους αποκρυφιστικές θεωρίες και τελετουργικές πράξεις (απόπειρες επικοινωνίας με οντότητες άλλων πεδίων κ.τ.ό.) μόνο το εξωτερικό περίβλημα δανείζονται απ’ όσες αυθεντικές ή κατασκευασμένες «πληροφορίες» μεταφέρουν για τα αρχαία μυστήρια και τις αρχαίες διδασκαλίες. Για παράδειγμα, στη διδασκαλία του Αναστασίου Ασημακοπούλου (προέδρου του Μυθολογικού Κέντρου Ελλάδος «Τρισήλιον») μπορεί κανείς να βρει μια εξελληνισμένη εκδοχή της Agni Yoga (της Γιόγκας του Πυρός ή Πύρινης Ένωσης), καθώς και μια εξήγηση των γενεαλογιών του Ομήρου και του Ησιόδου βασισμένη στα θεοσοφικά γένη. Αντίστοιχα στοιχεία εσωτερισμού βρίσκονται στις θεατρικές ερμηνείες του Αντώνη Αναστασάκη (ιδρυτή του «Ιδεοθεάτρου» κι απ’ τους αρχικούς συντελεστές της «Ελληνικής Αγωγής»). Παρομοίως, η θεωρία του Παναγιώτη Μαρίνη (διδασκάλου στην «Ελληνική Εταιρεία Αρχαιοφίλων») για την ανθρώπινη καταγωγή των Ελλήνων Θεών έχει σαφείς αναφορές σε Έλληνες εσωτεριστές, όπως ο Σπ. Νάγος και η σχολή του «Ιλισσού»,
[xv] Συγκρητιστική είναι κι η αφετηρία του νεοπαγανιστικού ελληνοκεντρισμού τού Βλ. Ρασσιά, σύμφωνα με τη δική του μαρτυρία, όπως την καταγράφει μέσα από μια συνομιλία τους ο εκδότης του περιοδικού «Τρίτο Μάτι», Π.Βουδούρης: «¨Και πώς άρχισες ρε Βλάση το δρόμο σου στην αρχαιοελληνική παράδοση;¨, τον ρώτησα. –Να σου πω. Πάντα έψαχνα το γνήσιο. Κάθε τι ¨πλαστικό¨ με απωθούσε. Ήμουν λοιπόν κάποτε στην Αμερική και ένιωσα ότι βρέθηκα μπροστά σε έναν σαμάνο αυθεντικό, όχι από αυτούς τους κάλπικους που περιοδεύουν τον κόσμο και διδάσκουν. Αφού τον άκουσα προσεκτικά και κέρδισε την εμπιστοσύνη μου, τον ρώτησα: ¨Ποιό δρόμο μου συστήνεις;¨ –¨Ακολούθησε την παράδοση που μιλάει με τη γλώσσα στην οποία ονειρεύεσαι¨!». (Περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τ. 72, Οκτώβριος ’98, σελ. 2).
[xvi] Βλ. Βλάση Γ. Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, τόμος δεύτερος, 1993, σελ. 14.
[xvii] Βλ. Παναγιώτη Μαρίνη, Η Ελληνική Κοσμοθέασις, Αθήναι, 1997, σελ. 31κ.ε.
[xviii] Ανέγερση Παρθενώνος και αναβίωση των Παναθηναίων σε πόλη των Η.Π.Α., περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ», τ. 151, Ιούλιος 1994, σελ. 8953.
[xix] Γράφει σχετικά ο Βλ. Ρασσιάς: «Τα λεγόμενα ¨έθνη¨ αποτελούσαν (και πάντοτε αποτελούν έστω και υπόδουλα, ή εν ύπνω) μία ομοεθνία, με κοινή Κοσμοαντίληψη, αλλά ωστόσο ποικίλο καθημερινό τρόπο, ο οποίος απλώς ωφείλεται στα διαφορετικά επίπεδα κοινωνικής αναπτύξεως, που κάθε ένα από αυτά έχει εξελίξει.» Έτσι ο Βλ. Ρασσιάς χαρακτηρίζει «αρκετά γενναίο τόλμημα» το να κάνει κανείς λόγο για «θρησκεία της Ευρώπης». (Βλάση Ρασσιά, Οι Ηλιακοί-αναβλαστικοί θεοί της Ευρώπης, περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τ. 74, Ιανουάριος ’99, σελ. 28).
[xx] Ενδεικτικά αναφέρω τα παρακάτω βιβλία (συνοδευόμενα από τα εύγλωττα σχόλια του Στ. Φανού, Οδηγός των βιβλίων για την Αρχαία Ελλάδα): Γρηγόρη Βασδέκη, Θείο Δράμα και Μητριαρχία στην Οδύσσεια – Μια σύγκριση του έπους με την Καινή Διαθήκη, ΣΕΛΚΑ, 1989 («Η σχέση Οδυσσέα-Χριστού, Οδύσσειας και Ευαγγελίων, Κίρκης-Ιωάννη Βαπτιστή, τραγωδίας και χριστιανικού Θείου Δράματος κλπ.») – Στάθη Βαλλά, Μινω-Μυκηναϊκός Διόνυσος, Λιβάνης, 1993 («Θρησκειολογική έρευνα που πιστοποιεί τη λατρεία του Διονύσου στην καρδιά του Μινω-μυκηναϊκού κόσμου και ανιχνεύει ένα πανάρχαιο λατρευτικό τυπικό που επιβιώνει ως σήμερα στη Χριστιανική Θεία Λειτουργία. ¨…τα θρησκευτικά ιδεώδη των Ελλήνων, από τη μινω-μυκηναϊκή εποχή έως σήμερα, παρέμειναν σχεδόν τα ίδια¨.») – Γιώργου Σιέττου, Αρχαίες επιβιώσεις στον Χριστιανισμό, Aldebaran, 1994 («Τα αρχαία ελληνικά έθιμα ανιχνεύονται ακέραια ή ελαφρά παραλλαγμένα, μέχρι σήμερα. Στοιχεία της αρχαιότητας στη χριστιανική δογματική και λατρεία, στη Θεολογία και στο τελετουργικό της Εκκλησίας.») – Διονυσίου Χιώνη, Από τον Ορφέα ως το Χριστό, Άμιλλα, 1995 («Οι θρησκευτικές ιδέες των Αρχαίων Ελλήνων, από την εποχή του Ορφέα, στον Όμηρο, στον Ησίοδο έως τον Πυθαγόρα - Η μεγάλη επίδρασή τους, στην Παλαιά Διαθήκη και στις άλλες ιερές γραφές των λαών, αφού οι Έλληνες Θεοί ταξίδεψαν παντού στον κόσμο - Η επίδρασή τους στον Χριστιανισμό.»).
[xxi] Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι χριστιανικά λατρευτικά και άλλα λαϊκά έθιμα ανάγονται γενετικά σε προχριστιανικές παραδόσεις. Όπως επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάποια νήματα που διαπερνούν τα βάθη της ιστορίας και της λαϊκής ψυχής συνδέουν μεταξύ τους τις μορφές της αρχέγονης θηλυκής θεότητας, της Αθηνάς ή της Κυβέλης με τη θεομητορική μορφή της Παναγίας, όπως συνδέουν τη μορφή του Περσέα, μ’ αυτές του Αη Γιώργη και του Διγενή, ακόμα και τις μορφές του Ορφέα και του Διονύσου με τη θεανδρική μορφή του Ιησού Χριστού. Με λίγα λόγια, πολλά απ’ τα σχήματα της εκκλησιαστικής και της ελληνικής δημοτικής παράδοσης ανάγονται πράγματι σε θεμελιώδη ψυχικά-πολιτιστικά αρχέτυπα, που χάνονται στα βάθη της ανθρώπινης προϊστορίας. Αν περιοριστούμε όμως στα θρησκειολογικά, εθνολογικά, λαογραφικά κριτήρια, οι μορφολογικές ομοιότητες κινδυνεύουν να μας παρασύρουν σε μια σύγχυση μεταξύ ψυχικού-πολιτιστικού και πνευματικού-οντολογικού επιπέδου. Επίσης, μια ανιστορική σύγκριση αφηρημένων τύπων και δομών μάς αποκρύβει τη σημασία της προσωπικής και ιστορικής συγκυρίας, την προσωπική υπαρξιακή ταλάντευση και τα πνευματικά διλήμματα των συγκεκριμένων υπαρκτών προσώπων μέσα στον συγκεκριμένο ιστορικό χώρο και χρόνο. Έτσι, μ’ όλα αυτά, δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μεγάλες πνευματικές ρήξεις και επαναστάσεις της ιστορίας συντελούνται παρά τη φαινομενική συνέχεια των πολιτιστικών σχημάτων, και μόνο χάρη σε κάποιες – ανεπαίσθητες πολλές φορές – μετατοπίσεις στους συμβολισμούς των αρχετύπων. Χωρίς αυτόν τον μίτο, δεν μπορεί κανείς να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο η Εκκλησία πέτυχε σταδιακά τον εκχριστιανισμό των «Εθνών» και την πνευματική μετάπλαση των αρχαίων παραδόσεων. Χωρίς αυτήν την ερμηνευτική κατανόηση και διείσδυση στο πνευματικό-οντολογικό περιεχόμενο των δημοτικών μας παραδόσεων, δεν μένει παρά μια πνευματικώς «ουδέτερη» μορφολογία (ηθών, εθίμων και διαφόρων άλλων πολιτιστικών στοιχείων), που αφήνει περιθώριο για μια σειρά θρησκειολογίζουσες και κοινωνιολογίζουσες συγχύσεις. Αν κανείς ξεπεράσει όλους αυτούς τους σκοπέλους και εισέλθει στο πνευματικό βάθος της παράδοσης, τότε καταλαβαίνει πόσο φτωχές είναι από πνευματική άποψη και γιατί δεν τελεσφορούν οι διάφορες προσπάθειες φολκλορικής αναβίωσης της, ή μ’ άλλα λόγια, γιατί στερημένη απ’ τον πνευματικό δυναμισμό της, η παράδοση αυτή δεν εκφράζει παρά έναν επιφανειακό και άγονο συναισθηματισμό.
[xxii] Το Πνεύμα, που ορίζει το ήθος των πράξεων, θεωρείται απ’ τους ελληνοκεντρικούς ως στοιχείο του φυσικού κόσμου (αφού κι ο Θεός είναι, γι’ αυτούς, ενδοκοσμικός), κατά συνέπεια περιγράφεται και προσδιορίζεται απ’ τις δομές του κόσμου αυτού (βιολογικές, ψυχολογικές, πολιτιστικές κλπ).
[xxiii] Το καίριο εθνικό ζήτημα – διαβάζουμε σ’ ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα – είναι «το ζήτημα της αλληλενσωματώσεως του Ελληνισμού με το εσωτερικό μέρος του Χριστιανισμού, με σύγχρονη απόρριψη του Ιουδαΐζοντος μεσσιανικού σκέλους». (Από τον πρόλογο του Προδρόμου Κούρτογλου στο βιβλίο του Βασίλη Μισύρη, Τα Άγια Ρεμάλια, Ευρώτας, Αθήνα, 1989, σελ. 6).
[xxiv] «Σήμερα λοιπόν είναι βέβαιο ότι δεν σημειώνεται σύγκρουσι μεταξύ Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Οι αντιθέσεις, όποιες υπήρχαν, αμβλύνθηκαν τελείως, μέχρι πλήρους εξουδετερώσεώς των. Και όχι μόνο τούτο. Ο Ελληνισμός – με σπάνιες εξαιρέσεις – χρησιμοποίησε τον Χριστιανισμό για εθνικούς σκοπούς. Συνδέθηκε μάλιστα η χριστιανική θρησκεία με τους Ελληνικούς εθνικούς σκοπούς και συχνά ό,τι δεν πετύχαμε με την πολιτική ή τον στρατό, το πετύχαμε με τον Χριστιανισμό.» (Κώστα Πλεύρη, Ελληνισμός και Χριστιανισμός, περιοδικό «ΔΑΥΛΟΣ», τ. 121, Ιανουάριος 1992, σελ. 6910).
[xxv] Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ελληνολάτρης Βλ. Ρασσιάς (Βλάση Ρασσιά, Υπέρ της των Ελλήνων Νόσου, τόμος πρώτος, 1992, Αθήνα, σελ. 14-15), η ουσιαστική διαφορά μεταξύ Μονοθεϊσμού και Πολυθεϊσμού δεν έγκειται στον αριθμό των θεών, αλλά «στο πώς βλέπουν το θεό, αν αυτός είναι μέσα ή έξω από τον κόσμο, αν ο κόσμος είναι δημιούργημα ή αυθύπαρκτος». «Έλληνας ως προς τις πεποιθήσεις περί θείου, δηλαδή περί θεών, ουσιαστικά είναι Έλληνας ως προς τις πεποιθήσεις περί κόσμου. Γιατί στην Ελληνική κοσμοαντίληψη, όπως και σε όλες τις κοσμοαντιλήψεις των Εθνικών, ο κόσμος ταυτίζεται με το θείο, ο κόσμος είναι το Παν, ο κόσμος προϋπάρχει του Παντός, είναι αιώνιος και ατελεύτητος.» (Βλάση Ρασσιά, Η Κοσμοαντίληψη του Πολυθεϊσμού, περιοδικό «ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ», τ. 22, Ιανουάριος-Φεβρουάριος ’98, σελ. 26). Τα ίδια επαναλαμβάνει και θεολογικός αντίπαλος του Βλ. Ρασσιά, ο Παναγιώτης Μαρίνης: «Ο Κόσμος δια των ιδίων δυνάμεών του συντηρείται, δεν έχει ανάγκη έξωθεν βοηθείας δια την ύπαρξι, την διακόσμησι ή την εύρυθμο λειτουργία του και δι’ αυτό καλείται αυτογέννητος και αυτοπάτωρ και αυτοκίνητος, δια να τονισθή η απόλυτος αυτάρκειά του και να μη μείνη περιθώριο δι’ οιανδήποτε υπόνοιαν περί υπάρξεως ετέρας διανοίας, εκτός αυτού, που τον διακοσμεί ή τον συντηρεί.» (Π. Μαρίνη, Η Ελληνική Κοσμοθέασις, Αθήναι, 1997, σελ. 17). «Εξ αρχής, λοιπόν, η Ελληνική Γραμμή, αλλά και κάθε φιλοσοφία ή θρησκεία που ανήκει εις την παραδοσιακή ομάδα, αρνείται κάθε έξωθεν επέμβασι εις τον Κόσμο, αρνείται διαρρήδην και την απλή υπόνοια ότι υπάρχει εξωκοσμική διάνοια που δημιουργεί ένα Σύμπαν.» (Ό.π., σελ. 24).
[xxvi] Π. Γιαννουλάκη, Το μυστήριο της Ομάδας ¨Ε¨, περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τ. 64, Οκτώβριος ’97.
[xxvii] Η Ο.Α.Ε. (Ομάδα Εθνικής Αποκαταστάσεως) εκπροσωπείται από το περιοδικό «Δίαυλος Έψιλον».
[xxviii] Βλ. συνέντευξη του Ι. Φουράκη στο περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τ. 36, Ιούνιος ’94, σελ. 24.
[xxix] Βλ. Θεοδώρου Αξιώτη, Η αποκρυπτογράφηση του Δίσκου της Φαιστού, εκδ. Σμυρνιωτάκη. Βλ. και Στ. Φανού, Οδηγός των βιβλίων για την Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Κίνηση Ιδεών, Αθήνα, 1997, σελ. 245.
[xxx] Το βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας του οποίου φέρει το ψευδώνυμο Αρίων, μιλά για το «όραμα της θεμελίωσης μιας Νέας Πολιτείας, ενός καινούργιου κόσμου που τον καθοδηγούν οι 49 σεβαστοί, οντότητες γνωστές από τις ενσαρκώσεις τους στην Αρχαία Ελλάδα ως φιλόσοφοι, ήρωες, ημίθεοι και διαμορφωτές του Ελληνικού πολιτισμού, με τον Διόνυσο, τον Αιώνιο Ένα: Η νέα πραγματικότητα, ο νέος τρόπος ζωής, στον οποίο λύνονται όλα τα υφιστάμενα προβλήματα της ανθρωπότητας, ξεκινά απ’ την Ελλάδα που οικοδομεί πρώτη τη συνείδηση της ενότητας των πάντων και τις αντίστοιχες δομές, δηλαδή την κοινότητα ¨Ε¨ = Ετοπία.» (Στ. Φανού, Οδηγός των βιβλίων για την Αρχαία Ελλάδα, εκδ. Κίνηση Ιδεών, Αθήνα, 1997, σελ. 140).
[xxxi] Βλ. τις συνεντεύξεις του Ι. Φουράκη στο περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τ. 36, Ιούνιος ’94, σελ. 20-28, και τ. 61, Απρίλιος ’97, σελ. 12-17.
[xxxii] Βλ. τη συνέντευξη του Αν. Κεραμυδά στο περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τ. 72, Οκτώβριος ’98, σελ. 18-24.
[xxxiii] Για την «τεχνο-προφητική» εσχατολογική φύση των θεωριών αυτών είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα (τόσο για τον «αποκαλυπτικό» χαρακτήρα της εικόνας που προηγείται, όσο και για το σχόλιο που έπεται): «Όλη η υδρόγειος τρέμει μήπως και αφυπνιστεί ο Έλληνας: άλλοι από τρόμο και άλλοι από χαρά. Διαστημόπλοια προσγειώνονται στις εξοχές του Βόλου, του Υμηττού…, του Ηρακλείου, του Κιλκίς, της Αταλάντης, της Σαμοθράκης, του Ολύμπου και του Πηλίου. Ο τάφος του Μίνωα μαζί με χρυσές υπόγειες πυραμίδες και άγνωστες εξωγήινες τεχνολογίες και αγάλματα που μιλούν, περιμένει για να ανακαλυφθεί την κατάλληλη στιγμή, κάπου στην Κρήτη. Και οι Έψιλον, είναι παντού και πουθενά, πάνω και κάτω, αγρυπνούν και κάνουν πράγματα που ξεπερνούν την φαντασία των μικροαστών που αμφισβητούν την ύπαρξή τους… Ας καταλήξουμε σε ένα – ενθουσιώδες – συμπέρασμα: ο άνθρωπος που θα προτιμήσει να δεχτεί την ¨αλήθεια¨ των δελτίων ειδήσεων της τηλεόρασης, της γραφειοκρατίας, των εργατοπατέρων και του σχολείου, και να αποκηρύξει ως ευφάνταστα παραμύθια όλα τα παραπάνω, πρέπει να είναι ένας άνθρωπος πολύ δυστυχισμένος. Μια ανέλπιστη κι απίστευτη ελπίδα ίσως να υπάρχει ακόμη, στον πάτο του κουτιού της Πανδώρας!» (Π. Γιαννουλάκη, Το μυστήριο της Ομάδας ¨Ε¨, περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τ. 64, Οκτώβριος ’97).
[xxxiv] Π.χ. δεν αναφερθήκαμε σε μια απ’ τις πιο σοβαρές, αν και όχι τόσο γνωστές, αντιχριστιανικές τάσεις της νέας ελληνοκεντρικής κίνησης: αυτήν που έχει ως επίκεντρο τον ελληνικό Λόγο (τον ελληνικό φιλοσοφικό στοχασμό και την ελληνική παιδεία). Επίσης δεν αναφερθήκαμε σ’ εκείνες τις ελληνοκεντρικές τάσεις που ταυτίζονται ιδεολογικά με την Ορθοδοξία, βλέποντάς την όμως ως στοιχείο της διαχρονικής ελληνικής πολιτιστικής και πνευματικής παράδοσης.
[xxxv] Χαρίκλειας Μήνη, Το Νεοπαγανιστικό Κίνημα στην Ελλάδα, περιοδικό «ΑΝΙΧΝΕΥΣΕΙΣ», τ. 28, Ιανουάριος-Φεβρουάριος ’99, σελ. 21.
[xxxvi] Π.Βουδούρης-Σ.Στίνης, περιοδικό «ΤΡΙΤΟ ΜΑΤΙ», τ. 61, Απρίλιος ’97, σελ. 2.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes