ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Δευτέρα 13 Μαΐου 2013

ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ Γ´


ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑ Γ´

Πολεμικά γεγονότα (17ος - 18ος αι.)

Συνομωσίες των Ελλήνων στήν Κύπρο καί στή Μάνη

Παρόλες τίς αποτυχίες (16ος αι.) των Ελλήνων γιά απαλλαγή από τήν οθωμανική κυριαρχία, παρατηρήθηκαν, στίς πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, νέες επαναστατικές ζυμώσεις, νέες συνομωσίες καί νέες εξεγέρσεις. Διασώζονται πολλές επιστολές οι οποίες απευθύνονταν κυρίως πρός τούς Ισπανούς, τόν πάπα αλλά καί άλλους Ευρωπαίους ηγεμόνες, μέ τίς οποίες οι υπόδουλοι Ρωμιοί καλούσαν γιά βοήθεια τούς "αδελφούς χριστιανούς". Από τήν Κύπρο ιδιαίτερα, επανειλημμένα ταξίδεψαν απεσταλμένοι πρός τήν Ισπανία αλλά καί πρός τόν οίκο της Σαβοΐας, γιά νά παρακινήσουν τούς ηγεμόνες νά στείλουν στρατό καί πλοία καί νά καταλάβουν τη Μεγαλόνησο. Οι ηγεμόνες της Σαβοΐας θεωρούσαν τούς εαυτούς τους κληρονόμους του βασιλείου της Κύπρου, τό οποίο κατείχε τόν 15ο αιώνα ο Κάρολος Α' δούκας της Σαβοΐας, καί μάλιστα είχαν προσπαθήσει νά νοικιάσουν τήν Κύπρο από τό σουλτάνο, έναντι ετήσιας φορολογικής αποζημίωσης.
Ο Πέτρος Γουνέμης, διερμηνέας του πασά της Κύπρου, έγραψε τήν ακόλουθη επιστολή πρός τόν δούκα της Σαβοΐας (Οκτώβριος 1608):
"Υψηλότατε δούξ της Σαβοΐας. Γνωρίζων τό φιλελεύθερον φρόνημα των Χριστιανών της νήσου Κύπρου, αφωσιωμένων εις τήν υμετέραν υψηλότητα, ως αρχαίον κυρίαρχον του ληχθέντος βασιλείου, ήδη όμως ευρισκομένων υπό τήν τυραννίαν των κυνών τούτων Τούρκων, καθικετεύω υμάς νά συνεννοηθήτε μετά της Α. Μεγαλειότητος του βασιλεώς της Ισπανίας Φιλίππου Γ', εις έκδοσιν διαταγών καί βοηθειών πρός απελευθέρωσιν των πτωχών τούτων Χριστιανών από της δουλείας του τυράννου, διότι είναι μεγάλη αμαρτία τοιούτον βασίλειον να ευρίσκηται εις χείρας των Τούρκων..."
Μετά τήν εξέγερση του οπλαρχηγού Βίκτορα Ζεμπετού, ακολούθησαν καί άλλες επιστολές μέ τούς ίδιους αποδέκτες καί μία μάλιστα επιστολή (1609) υπογράφεται από τόν Χριστόδουλο αρχιεπίσκοπο Κύπρου καί από τούς επισκόπους Λεμεσού, Αμμοχώστου, Πάφου, Κυρήνης, Λευκάργων, Λάρνακος καί Αμαθούντος: "...παρακαλούμε τήν υψηλότητα σου νά δώση ορδινίαν καί βοήθειαν νά ελευθερώση ετούτον τόν τόπον από τά χέρια των τυράννων πού παίρνουν τά παιδιά μας από τάς αγκάλας μας..." Οι ηγεμόνες της Σαβοΐας ουδέποτε τόλμησαν νά αποστείλουν βοήθεια πρός τό νησί της Αφροδίτης, ενώ αλλαζονικά σκεφτόμενοι πρόσθεταν στόν τίτλο τους καί τό "Βασίλειον της Κύπρου", σέ όλη τή διάρκεια του 17ου αιώνα. 

Αντίστοιχη αλληλογραφία πρός τούς Λατίνους, μέ αυτή των Κυπρίων, ήταν καί των Μανιατών, οι οποίοι καί στίς αρχές του 17ου αιώνα διατηρούσαν τήν αυτονομία τους, ενώ τά λιμάνια τους ήταν στή διάθεση των στόλων των Ισπανών αντιβασιλέων της Νεάπολης (Napoli) καί της Σικελίας, καθώς καί των ιπποτών της Μάλτας. Μάλιστα ο Αρσλάν πασάς, αφού απέτυχε μέ τή βοήθεια του προσκυνημένου Τσιγάλα, νά νικήσει τούς Μανιάτες, φοβούμενος τήν οργή του σουλτάνου, του δήλωσε ότι πέτυχε νά υποτάξει τή Μάνη καί νά τή θέσει υπό τό καθεστώς φορολογικής υποτέλειας. 

Εκείνο τόν καιρό ένας τοπικός Γάλλος ηγεμόνας, ο Κάρολος Γονζάγα δούκας του Νεβέρ, διέτρεχε τήν Ευρώπη, σέ μία προσπάθεια νά πείσει τούς Φράγκους ηγέτες νά του αναθέσουν τήν αρχηγία εκστρατείας μέ σκοπό τήν απελευθέρωση της Κωνσταντινούπολης. Ο δούκας του Νεβέρ, ήταν απόγονος του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β' Παλαιολόγου (1282-1328) από έβδομη γενιά, καί διεκδικούσε τόν βυζαντινό θρόνο. Ολόκληρο τό αρχείο μέ τήν αλληλογραφία τού δούκα τό διέσωσε ο Γάλλος ιστορικός Bucher, καί αυτό περιλαμβάνει πολύτιμες πληροφορίες όχι μόνο γιά τή δράση των Μανιατών, αλλά καί γιά τά ήθη καί έθιμά τους, κατά τή διάρκεια της εποχής εκείνης. Ο δούκας του Νεβέρ είχε συνομιλίες γιά τό ζήτημα της οργάνωσης σταυροφορίας μέ τόν δούκα της Τοσκάνης Κόσιμο Β', τόν αυτοκράτορα της Γερμανίας Ματθία, τόν πάπα Παύλο Ε', τόν βασιλιά της Δανίας Χριστιανό Δ', τόν βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο ΙΓ', τή βασιλομήτορα Μαρία των Μεδίκων, τόν δόγη της Βενετίας καί κυρίως μέ τόν πανίσχυρο βασιλέα της Ισπανίας, Φίλιππο Γ΄. Πρόσφορο έδαφος γιά τήν απόβαση στρατιωτών ήταν τότε μόνο η ελεύθερη Μάνη, η οποία διέθετε ετοιμοπόλεμο στρατό μέ άσβεστο το μίσος κατά του κατακτητή. Διασώζονται λοιπόν στό πολύτιμο αρχείο του δούκα, εκτός των άλλων καί οι επιστολές πού αντάλλαξε μέ τόν μητροπολίτη Λακεδαιμονίας Χρύσανθο Λάσκαρι καί μέ τόν επίσκοπο Μαΐνης Νεόφυτο. Παραθέτω ένα μικρό απόσπασμα τέτοιας επιστολής, διορθωμένο από τό πλήθος των ανορθογραφιών καί των συντακτικών λαθών (Οκτώβριος 1612):
"Εντιμώτατε, ενδοξώτατε κουμπάρε σινιόρ Τζούαν, Καβαλιέρ Φράτζης καί Μάλτης, δέομαι του παναγάθου Θεού ίνα σέ εύρη η γραφή μας καλά καί ταχέον, μή βραδύνεις, διά τό όνομα του Χριστού καί τώρα θέλω νά σέ ιδώ αν είσαι Χριστιανός καί φίλος....
Ο Θεός θέλει ευλογήσει τό έργο σου ως καταγομένου από τού οίκου των Παλαιολόγων, τελευταίων καί νομίμων αυτών Χριστιανών βασιλέων...

ΝΕΟΦΥΤΟC TAΠHNOC ΕΠHΣΚΟΠΟC MANIHC"

Ο ακούραστος δούκας ταξίδεψε καί σέ πολλές τουρκοκρατούμενες περιοχές όπως Σερβία, Ερζεγοβίνη, Βουλγαρία, Αλβανία καί Βοσνία όπου συναντήθηκε μυστικά μέ ντόπιους συνομώτες. Τό 1615 απέστειλλε στόν βασιλέα της Ισπανίας Φίλιππο Γ' λεπτομερές υπόμνημα, στό οποίο εκθέτει τή συμφωνία αυτού καί των Μανιατών, σέ περίπτωση πού η Μάνη αποκτούσε τήν ανεξαρτησία της:
"Υπόσχονται οι κάτοικοι του βραχίονος της Μάνης, Οιτύλου, Γυθείου καί Καλαμάτας εν πλήρει ενώσει νά υποστηρίξωσι τήν κάθοδον εις τήν χώραν των της Αυτού Εξοχότητος μέ δέκα χιλιάδας άνδρας ωπλισμένους καί διατρεφομένους δι'εξόδων των, εφ'όσον ο πόλεμος του Μωρέως διαρκέση. Αμα τη ειδοποιήσει της χριστιανικής στρατιάς θά διανείμωσι τούς άνδρας των εις τρίς στρατεύματα, τό έν διά νά κυριεύση τήν Κορώνην, τό άλλο τόν Μυστράν ή Λακεδαιμονίαν καί τό τρίτον διά νά καταστήση ισχυράν τήν θέσιν επί του λιμένος του Πορτοκάγιο....
Κατόπιν αυτών, πάντες οι κυριώτεροι αρχηγοί των Ελληνικών οικογενειών μέ τούς οπαδούς των καί τάς φυλάς των καί μέ τούς αναγκαστικώς εξ αυτών γενομένους γενίτσαρους Τούρκους [εννοεί τούς αρματολούς], υπόσχονται μέ τούς υπογεγραμμένους εις τά άρθρα επισκόπους καί πρωτοπαπάδες νά είναι έτοιμοι εις τά συνθήματα τά οποία θέλουν τους δοθή εις τήν χώραν της Μάνης τά ακόλουθα: νά κόψουν τόν λάρυγγα των Τούρκων, νά λάβουν τά όπλα των καί τούς ίππους των διά νά ευρεθώσι ταχέως εκεί όπου παραστή πολεμική ανάγκη. Επιπλέον υπόσχονται ότι θά προμηθεύσωσιν 60 χιλιάδας άνδρας αόπλους οίτινες θά μεταβωσι όπου διαταχθώσι αφού ορκισθώσιν επισήμως επί του ιερού ευαγγελίου.
Ο δούκας του Νεβέρ υποσχέθηκε σέ αυτούς τά κάτωθι:
α. Η αίτησις των όπως επιτραπή εις αυτούς νά ζώσιν εν ελευθερία συνειδήσεως γίνεται δεκτή.
β. Ολα τά κτήματα τά οποία ηρπάγησαν υπό των Τούρκων καί των Ιουδαίων, επί τη βάσει των τίτλων ιδιοκτησίας, θά τοίς αποδοθώσιν. [επιβεβαίωση ότι κατακτητές ήταν τόσο οι Τούρκοι όσο καί οι Εβραίοι].
γ. Θά είναι ελεύθεροι παντός φόρου επί των κληρονομιών, εμπορευμάτων καί τροφίμων.
δ. Τά λύκεια καί αι παλαιαί ακαδημίαι της Λακεδαίμονος θά επανιδρυθώσι [επιβεβαίωση ότι δέν λειτουργούσε οργανωμένη εκπαίδευση στά χρόνια της τουρκοκρατίας].
ε. Θά ιδρυθώσι νοσοκομεία διά τούς τραυματίας. ..."
Αλλά όπως συνέβαινε καί συμβαίνει, κανένας Φράγκος ηγέτης δέν ήταν διατεθειμένος νά ασχοληθεί σοβαρά μέ τήν απελευθέρωση των υπόδουλων χριστιανών καί έτσι οι δυστυχισμένοι Μανιάτες μάταια περίμεναν συμμαχικό στόλο νά εμφανισθεί σέ κάποιο από τά λιμάνια τους. Φυσικά οι Τούρκοι ήταν ενήμεροι γιά τά τεκταινόμενα καί ετοίμαζαν νέα εισβολή στήν χερσόνησο της Μάνης.
Ο δούκας Γονζάγα απογοητευμένος από τήν απροθυμία των Ευρωπαίων, πήγε στό Παρίσι καί ίδρυσε τό 1616, τό "τάγμα της χριστιανικής στρατιάς" (Milice Chretienne), μέ σκοπό νά ενώσει τούς λαούς της Ευρώπης ώστε νά εργαστούν γιά τήν απελευθέρωση των ομοθρήσκων τους. Οργανωτής αυτού του τάγματος ήταν ο καπουκίνος πατήρ Ιωσήφ (Pere Joseph de Paris) καί αρχηγός ανακυρήχθηκε ο δούκας του Νεβέρ. Μάλιστα ο πατήρ Ιωσήφ έγραψε πολλά βιβλία γιά νά παρακινήσει άνδρες νά καταταγούν στό τάγμα του καί δύο από αυτά είναι η "Τουρκιάδα" (5000 στίχων) καί "Complainte de la pauvre Grece". Πολλοί ιππότες έσπευσαν νά καταταγούν στό τάγμα αυτό, τόσο λόγω θρησκευτικού φανατισμού όσο καί λόγω τυχοδιωκτικού πνεύματος. Οπότε η ιστορία επαναλήφθηκε καί τό 1618 ο δούκας έστειλε πάλι στή Μάνη τόν κόμη Σατωρενώ (Chateaurenault) ο οποίος συνοδεύονταν από τόν Μανιάτη Πέτρο Μέδικο.
Οι δύο άνδρες συνάντησαν όλους τούς πρόκριτους καί τούς αρχιερείς καί τούς αναζωπύρωσαν πάλι τόν πόθο γιά τήν απελευθέρωση της πατρίδας τους. Οι Μανιάτες συνέταξαν καί παρέδωσαν στούς απεσταλμένους του δούκα τήν παρακάτω επιστολή η οποία θεωρείται πρότυπο φιλοπατρίας καί αγάπης πρός τό Ελληνικό Γένος:


"Υψηλότατε αυθέντη δούκας της Ναβερσίας Παλαιολόγο

Εγροικήσαμεν μέ μεγάλη χαράν καί αγαλλίασιν από τόν εκλαμπρότατο Κόντε ντί Καστέλ-Ρινάρδον, μαζί μέ τόν εκλαμπρότατον σινιόρ Πιέρο ντέ Μέδιτσι, σύντροφός του καί συμπατριώτης μας, τήν αγάπη της υψηλοτάτης σου αφεντίας, όπου έχει διά τό γένος των Ρωμαίων, καί του οποίου ευχαριστούμεν, νά σού δώση ο Θεός χάριν νά ελευθερώσης μέ νίκες καί δύναμες.

Είμεσθεν πρόθυμοι νά προσκυνήσουμε τήν Αλτέτζα σου, καί νά τήν ακολουθήσουμε, καί νά χύσουμε τό αίμα μας διά τήν αγάπην του εσταυρωμένου Χριστού. Μέ τούτο έχουμε δύναμιν καί εμπιστοσύνην από τόν γαληνότατον καί Χριστιανικώτατον Ρήγαν, να μή μας εξαφήση καί χαθούμε, εμείς καί τά παιδιά μας. Οτι τώρα δέν είναι ωσάν άλλες βολές αμή τώρα αν μας νικήση ο Αγαρηνός δέν είναι νά αφήση ψυχή από τόν κόσμον ετούτον..... "


Ο κόμης Σατωρενώ έκανε περιοδία σέ ολόκληρη τήν Πελοπόννησο καί συνέταξε υπομνήματα πρός τόν δούκα, τά οποία ευτυχώς διασώθηκαν καί αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία γιά τή Μάνη του 17ου αιώνα, όπως είναι τά γεωργικά της προϊόντα (σιτάρι, οίνος, μετάξι, λινά, ζώα), τη γεωγραφική κατανομή των χωριών καί των οικογενειών (Οίτυλο μέ 400 οικογένειες, Κελεφά μέ 300, Ζαρνάτα μέ 90 κλπ), τά κάστρα καί τά λιμάνια κ.α. Τελικά από όλα τά μεγαλεπήβολα σχέδια του δούκα του Νεβέρ, απέμειναν μόνο τά έγγραφα της αλληλογραφίας, ως μνημεία μίας ευγενικής προσπάθειας πού έγινε στίς πιο δυστυχισμένες ημέρες του Ελληνικού έθνους. Τό όνειρο των Μανιατών δέν έγινε πραγματικότητα, τό χριστιανικό τάγμα διαλύθηκε καί ένας στολίσκος έξι πλοίων, πού ετοιμάστηκε από τόν δούκα, κάηκε μυστηριωδώς πρίν αποπλεύσει από τά λιμάνια της Ιταλίας τό έτος 1621. 


Διονύσιος Σκυλόσοφος (1611)

Δραστηριότητα συνομωτική ανέπτυξε ο μητροπολίτης Τιρνόβου Βουλγαρίας Διονύσιος Ράλλης Παλαιολόγος, γύρω στά 1600. Ο Διονύσιος ήταν επίσης ανηψιός του γνωστού φαναριώτου Μιχαήλ Καντακουζηνού του επονομαζόμενου "Σειτάνογλου", καί ήταν γόνος αριστοκρατικής γενιάς, κάτι πού του επέτρεψε νά ταξιδέψει στήν Ευρώπη, νά σπουδάσει στή Ρώμη, νά εργαστεί ως καθηγητής στήν Πολωνία καί τελικά νά διοριστεί μητροπολίτης στή Βουλγαρία από τόν πατριάρχη Ιερεμία Β'. Ο Διονύσιος ήταν ανήσυχο πνεύμα καί ήρθε σέ επαφή μέ πολλούς κληρικούς καί λαϊκούς, οι οποίοι μοιράζονταν τόν πόθο γιά ελευθερία καί απαλλαγή από τόν Οθωμανό κατακτητή. Ενας από αυτούς ήταν ο ηγεμόνας της Βλαχίας Μιχαήλ ο Γενναίος, ο οποίος εισέβαλε στή Βουλγαρία καί νίκησε τούς Τούρκους στή Νικόπολι. Μετά όμως από τό θάνατό του Μιχαήλ τό 1601, ο Διονύσιος μένοντας χωρίς στήριγμα ταξίδεψε στή Βενετία, τή Βιέννη, τήν Πράγα, τή Μόσχα, έχοντας πάντα κατά νού, τήν απελευθέρωση όλων των βαλκανικών λαών. Αργότερα τά ίχνη του χάθηκαν, αλλά ο Διονύσιος μπορεί νά θεωρηθεί ένας οραματιστής μίας παμβαλκανικής εξέγερσης εναντίον του σουλτάνου, όπως θά θεωρούνταν δύο αιώνες αργότερα ο Ρήγας Βελεστινλής.


Από τίς πιό αξιόλογες επαναστατικές κινήσεις στίς αρχές του 17ου αι. είναι οι δύο εξεγέρσεις (Θεσσαλία καί Ήπειρο) πού οργάνωσε ένας άλλος ιερωμένος, ο μητροπολίτης Λαρίσης - Τρίκκης Διονύσιος Β', ο επονομαζόμενος "Φιλόσοφος" ή "Σκυλόσοφος". Ο Διονύσιος καταγόταν από σχετικά εύπορη οικογένεια καί σέ νεαρή ηλικία έγινε μοναχός στή μονή Αγίου Δημητρίου του Διχούνη, κοντά στό Κεράσοβο Θεσπρωτίας. Αργότερα σπούδασε στήν Ιταλία φιλολογία, φιλοσοφία καί ιατρική καί στήν πολύπλευρη μόρφωσή του οφείλεται η επωνυμία του "Φιλόσοφος". Επί της πατριαρχίας του Ιερεμία Β' του Τρανού, ο Διονύσιος αναφέρεται ως μέγας αρχιδιάκονος, έπειτα ως πρωτοσύγκελλος στόν Γαλατά καί τέλος ως έξαρχος μέ αποστολή στίς εκκλησίες της Θεσσαλίας, Ηπείρου καί Πελοποννήσου. Ο Διονύσιος τό 1600 ήταν μητροπολίτης στά Τρίκαλα καί βρισκόταν σέ επαφή μέ κλεφταρματολούς της Πίνδου, ενώ διατηρούσε καί αλληλογραφία μέ τόν αυτοκράτορα της Αυστρίας Ροδόλφο Β'.
Η επανάσταση του Διονυσίου στή Θεσσαλία τό 1600, απέτυχε καί ακολούθησαν σκληρά αντίποινα των Τούρκων. Ανάμεσα στά θύματα ήταν καί ο Σεραφείμ αρχιεπίσκοπος Νεοχωρίου καί Φαναρίου που ανακυρήχθηκε από τήν εκκλησία νεομάρτυρας. (Τό μαρτύριο του Σεραφείμ περιγράφεται μέ λεπτομέρειες από Ηπειρώτη χρονογράφο καί σύμφωνα μέ αυτόν ζητήθηκε από τό νεομάρτυρα νά γίνει μουσουλμάνος γιά να σωθεί. Οταν αυτός αρνήθηκε, βασανίσθηκε γιά πολλές ημέρες από τόν Χαμουζά μπέη, καί στό τέλος παλουκώθηκε).
Ο Διονύσιος μετά τήν αποτυχία του κινήματος κατέφυγε στήν Ιταλία καί καθαιρέθηκε από τό Οικουμενικό Πατριαρχείο στίς 15 Μαΐου 1601 ως "τολμηρώς καί αλογίστως αποστασίαν μελετήσας κατά της βασιλείας του πολυχρονίου Μεχμέτ". 

Στή Δύση, ο Διονύσιος συνέχισε νά αγωνίζεται γιά νά εξασφαλίσει βοήθεια γιά τήν απελευθέρωση των συμπατριωτών του, ενώ φέρεται νά προέβη σέ πλαστογραφία εγγράφων γιά νά γίνει πιστευτός.
Τό 1602 απηύθυνε έκκληση πρός τόν αυτοκράτορα της Γερμανίας καί τό καλοκαίρι του 1603 έφθασε στήν Ισπανία, μαζί μέ τούς Σταύρο Αψαρά, Εμμανουήλ Ηγούμενο καί Σκαρλάτο Μάτσα, γιά νά συναντήσει τόν βασιλιά Φίλιππο Γ'. Αποτέλεσμα αυτής της επίσκεψης ήταν η δραστηριοποίηση στήν σκλαβωμένη Ελλάδα, πολλών Ισπανών πρακτόρων, οι οποίοι κατέφθαναν κυρίως από τό Ισπανικό βασίλειο της Νεαπόλεως.
Ο Διονύσιος επέστρεψε κρυφά στό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου του Δηχούνη στά 1609, συνεχίζοντας αν καί ηλικιωμένος (65 ετών) νά μεταδίδει τόν πόθο γιά τήν φλόγα της ελευθερίας στούς απλούς χωρικούς. Ομως βρήκε ισχυρή αντίδραση από τουρκόφιλη μερίδα, κυρίως κληρικών, οι οποίοι μέ επικεφαλής τόν μοναχό Μάξιμο τόν Πελοποννήσιο, τόν κατηγορούσαν καί τόν χλεύαζαν ώστε νά τόν υποτιμήσουν στά μάτια του απλού λαού.
Ο επαναστατικός αναβρασμός όμως εξαπλώθηκε στήν Ήπειρο στούς κατοίκους χωριών καί κωμοπόλεων ενώ ξεχώρισαν γιά τήν δράση τους ο γραμματικός του Οσμάν πασά των Ιωαννίνων Λάμπρος, ο Ντελή Γιώργος καί ο Ζώτος Τσίριπος από τήν Παραμυθιά. Τόν Σεπτέμβριο του 1611, χίλιοι γεωργοί καί βοσκοί μέ ακόντια καί τόξα όρμησαν στά τουρκοχώρια Ζαραβούσα καί Τουρκογρανίτσα καί κατέσφαξαν τούς κατοίκους τους. Επειτα κινήθηκαν στά Ιωάννινα καί τή νύκτα της 11ης Σεπτεμβρίου ξεχύθηκαν στην πόλη ψάλλοντας "Κύριε ελέησον" καί φωνάζοντας "χαράτζι χαρατζόπουλον", ειρωνευόμενοι τούς τουρκικούς φόρους ενώ πυρπόλησαν τό διοικητήριο του Οσμάν πασά, ο οποίος όμως κατόρθωσε νά διαφύγη. 

Τήν επόμενη μέρα ο πασάς επανήλθε καί μέ λίγους ιππείς, χριστιανούς σπαχήδες καί μέ τούς τουρκόφιλους κληρικούς, οπαδούς του Μαξίμου, διέλυσε εύκολα τούς επαναστάτες.
Ο Διονύσιος κρύφτηκε στή σπηλιά της εκκλησίας του Ιωάννου του Προδρόμου, όπου τόν ανακάλυψε καί τόν κατέδωσε κάποιος Εβραίος. Ο Διονύσιος γδάρθηκε ζωντανός, τό δέρμα του τό γέμισαν μέ άχυρα καί αφού τό περιέφεραν από πόλη σέ πόλη τό έστειλαν μαζί μέ 85 κεφάλια στόν σουλτάνο. Τούς συνεργάτες του Διονύσιου τούς συνέλαβαν καί αυτούς, τούς σούβλισαν καί τούς έψησαν ζωντανούς. Οι σφαγές καί η τρομοκρατία απλώθηκαν σέ ολόκληρη τήν Ήπειρο, τό μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου κατασκάφτηκε καί οι χριστιανοί πού ζούσαν στό κάστρο των Ιωαννίνων εκδιώχθησαν. 


Η κατάληψη της Κρήτης

Στίς αρχές του 17ου αιώνα, οι ελληνικοί πληθυσμοί γνώρισαν μία περίοδο ειρήνης, η οποία διακοπτόταν από κουρσάρικες επιδρομές είτε εκ μέρους των ιπποτών της Μάλτας εναντίον τουρκικών θέσεων είτε εκ μέρους μουσουλμάνων πειρατών εναντίον βενετικών λιμανιών. Η ανάπαυλα αυτή οφείλοταν αφενός στήν γήρανση της Βενετικής Δημοκρατίας καί στόν Τριαντακοταετή πόλεμο των Ευρωπαϊκών κρατών (1618-1648), αφετέρου στήν σχετική αστάθεια καί αναρχία πού επικρατούσε στήν οθωμανική επικράτεια.
Οι Οθωμανοί πάντα εποφθαλμιούσαν τήν Κρήτη καί όταν οι Ιωαννίτες ιππότες συνέλαβαν ένα εμπορικό τουρκικό πλοίο μέ επιβάτες επισήμους καί αξιωματούχους, πού κατευθύνονταν στή Μέκκα, ο σουλτάνος Ιμπραήμ Α' κήρυξε τόν πόλεμο στούς Βενετούς, κατηγορώντας τους ότι η βενετική Κρήτη προσέφερε καταφύγιο στούς χριστιανούς επιδρομείς.
Η "Γαληνοτάτη" , πού ζούσε σέ περίοδο οικονομικής παρακμής, δέν είχε φροντίσει επαρκώς γιά τήν άμυνα της μεγαλονήσου, ενώ καί οι ντόπιοι δέν συμπαθούσαν ιδιαίτερα τούς Ιταλούς αποικιοκράτες, οπότε οι συνθήκες ήταν ευνοϊκές γιά τήν τουρκική επίθεση. 


Στίς 23 Ιουνίου 1645, οθωμανικός στόλος 100 πολεμικών πλοίων, 300 μεταγωγικών καί 50000 ανδρών, υπό τήν καθοδήγηση του καπουδάν πασά Ντελή Χουσεΐν, έφτασε δυτικά των Χανίων καί κατέλαβε τό οχυρωμένο νησάκι του Αγίου Θεόδωρου καίγοντας τήν τριαντακονταμελή φρουρά. Τήν ίδια μέρα άρχισε η πολιορκία της πόλης πού φυλάσσοταν από δύο χιλιάδες στρατιώτες, οι οποίοι πλαισιώνονταν από τούς Ελληνες κατοίκους, άνδρες καί γυναίκες. Οι οπλαρχηγοί Μιχαήλ Καλλέργης καί Λουκάς Μπαρότσης προσπάθησαν νά κάνουν αντιπερισπασμούς χωρίς επιτυχία, ενώ ο βενετικός στόλος δέν τόλμησε νά αντιμετωπίσει τόν τουρκικό στόλο.
Στίς 22 Αυγούστου 1645, Βενετοί καί Ελληνες παρέδωσαν τήν πόλη ενώ όσοι από αυτούς επιθυμούσαν αποχώρησαν πρός τή Σούδα. Ο αρχιστράτηγος των χερσαίων δυνάμεων Γιουσούφ πασάς προσπάθησε νά περιορίσει τίς βιαιότητες εις βάρος των κατοίκων, ενώ όρισε μητροπολίτη τόν Νεόφυτο Πατελλάρο, τόν πρώτο ορθόδοξο επίσκοπο στήν πόλη, ύστερα από πέντε σχεδόν αιώνες λατινοκρατίας.


Στά τέλη Σεπτεμβρίου 1646, ο Χουσεΐν πασάς άρχισε τήν πολιορκία του Ρεθύμνου. Τήν φρουρά τήν διοικούσε ο Andrea Corner καί συμπαραστέκονταν όπως πάντα οι Ελληνες κάτοικοι. Ύστερα από ένα μήνα περίπου τά τουρκικά κανόνια γκρέμισαν τά τείχη, ο Ιταλός διοικητής σκοτώθηκε καί οι πολιορκημένοι ύψωσαν λευκή σημαία γιά νά διαπραγματευτούν τούς όρους της παράδοσης. Ο αυτόπτης μάρτυρας Ρεθυμνιώτης ποιητής Μαρίνος Τζάνε Μπουνιαλής μάς περιγράφει τά τραγικά γεγονότα κατά τήν είσοδο των βαρβάρων στήν αγαπημένη πόλη του:

"Τσή Ρωμνιούς εσφάζασι τότες κ'εκόφτασίν τση,
κ'εις τόν πασάν ταίς κεφαλαίς εμπρός εφέρνασί τση.
Ταίς εκκλησίαις τσ'αγίαις ξεστολίσαν
ταίς εύμορφαις εικόναις ετζακίσαν,
εσπούσανε τούς τάφους κι'όλους τσ'ανοίξαν
τά λείψανα όλα εύγαλαν καί τά ρίξαν
κ'ήτον τά περιγιάλια στολισμένα
κορμιά των Ρεθεμνιωτών σαπημένα.
Ολόγυμνα κοράσια εκεί καήκαν
εις τό καστέλλι κάτω καί χαθήκαν.
Θανατικόν καί πόλεμος ήτον ομάδι,
πτωχοί καί πλούσιοι επηαίνασι στόν άδη."

Η άλωση του Ρεθύμνου άνοιξε τόν δρόμο στήν επικράτηση των Οθωμανών σέ ολόκληρη τήν κρητική ύπαιθρο. Ο Χουσεΐν, αφού έλαβε ενισχύσεις από τήν Κωνσταντινούπολη, προήλασε καί στήν ανατολική Κρήτη, όπου τήν κατέκτησε χωρίς μεγάλη αντίσταση από τούς συνασπισμένους Κρητικούς καί Βενετούς. Μικρές επιτυχίες σημείωσε ο Gil d'Has (Γιλδάσης) στό Μυλοπόταμο, στό Τέμενος καί στό Μεραμπέλλο:

"Τούρκοι στό Μηλοπόταμον επήγαν νά σταθούσιν
καί δέν ελογαριάζασι πως έχουν νά χαθούσιν.
Κι'άφού η Κρήτης τώμαθε κράζουσι τόν Γιλτάσην,
κ'εδώκασί του κάτεργα νά πάγη νά τούς πιάση
κ'έβαλλε μέσα τόν λαόν μέ δύναμιν μεγάλην
νύκτα στό Μηλοπόταμον νά πάγη νά τούς βγάλλη.
Κρυφά καί τούς επλάκωσε, κ'ήθελε τούς νικήσει
κ'εσκλάβωσε κ'εσκότωσε πλειό'κεί νά μή γυρίση."

Οι Βενετοί ανήμποροι νά αντιμετωπίσουν τούς Οθωμανούς στήν Κρήτη, αποφάσισαν νά μεραφέρουν τόν πόλεμο στό Αιγαίο καί νά αποκλείσουν τά στενά του Ελλησπόντου ώστε νά κόψουν τίς ενισχύσεις τών εχθρικών στρατευμάτων στήν εμπόλεμη ζώνη. Τό 1646 ο στρατηγός Thoma Morozini πέρασε από τίς Κυκλάδες, όπου προέβη σέ βαρβαρότητες καί λεηλασίες σέ βάρος των νησιωτών, ενώ αιχμαλώτισε πολλούς Ελληνες γιά νά τούς χρησιμοποιήσει σάν κωπηλάτες στά πλοία του:

"Μόνο σας λέγω κλαύσατε γιά τήν χριστιανοσύνη
γιά τούτα όλα τα νησιά στό κρίμα οπού γίνη.
Αν στέκουν μέ τσ'Αγαρηνούς ή μέ τούς Φράγκους λάχουν,
εις όποια χέρια τύχουσι, βάσανα οι Ρωμαίοι θάχουν.
Η Βενετιά έστειλε τόν γενεράλε τούς Τούρκους νά γυρεύη,
τούς ορθοδόξους Χριστιανούς γιάντα νά τούς παιδεύη;"

Παρόλες τίς ναυτικές επιτυχίες των Ιταλών στό Αιγαίο, οι Τούρκοι συνέχιζαν ανενόχλητοι νά ενισχύουν τήν παρουσία τους στήν Κρήτη μέσω Χαλκίδος καί Ναυπλίου καί μπόρεσαν έτσι νά ξεκινήσουν τήν πολιορκία του Ηρακλείου (Χάνδακα) τόν Μάΐο του 1648, μία πολιορκία η οποία έμελλε νά διαρκέσει 21 ολόκληρα χρόνια. Οι αμυνόμενοι Ελληνες καί Ιταλοί, άνδρες καί γυναίκες, γέροι καί παιδιά απόκρουαν μέ γενναιότητα τίς επιθέσεις του κατακτητή ο οποίος είχε στή διάθεσή του πλήθος από πυροβόλα, πολιορκητικά μηχανήματα, πολεμοφόδια, μάχιμους αλλά καί χιλιάδες εργάτες (Ελληνες σκλάβους) πού έσκαβαν υπονόμους, γιά νά εξουδετερώσουν τά τείχη:

"Στά βάθη ήτον οι πτωχοί εκείνοι οι τεχνίταις,
βαθειά στόν άδη σκοτεινά, κι'είχασιν όλο νύκτα.
Γυναίκες ήταν συντροφιά μέσα καί πολεμούσαν,
κι'όταν οι Τούρκοι ήρχονταν πέτραις τούς επετούσαν.
Τά τείχη εγεμίσανε κορμιά ανθρώπων τόσων,
οπού ποσώς δέν δύνομαι τόν αριθμό νά δώσω."

Οι ιππότες της Μάλτας, η Ισπανία, ο πάπας καί η Γαλλία (ανεπίσημα) έστελναν σποραδικά ενισχύσεις, αλλά η πρώτη ουσιαστική βοήθεια έφθασε από τή Γαλλία τό 1660. Ο πρίγκηπας Este Almerigo ανέλαβε τή διοίκηση εκστρατευτικού σώματος 4000 ανδρών και προσπάθησε νά ανακαταλάβη χωρίς επιτυχία τά Χανιά. Τό επόμενο έτος ο δούκας της Σαβοΐας απέστειλε 3000 πεζούς υπό τήν καθοδήγηση του de Ville οι οποίοι βοήθησαν στήν αμυνα των τειχών του Χάνδακα. Τό 1658 ο Χουσεΐν πασας επέστρεψε εσπευσμένα στήν Κωνσταντινούπολη, όπου αποκεφαλίστηκε ως υπεύθυνος γιά τήν παράταση της πολιορκίας του Χάνδακα:

"Τά κρίματα όπ'έκαμε στή Κρήτη τώρα δέτε
ο Χοσεΐν, μά κόπηκε, κι ανάθεμα όλοι πέτε.
Χίλιαις βολαίς θέλω νά πώ χίλιαις ανάθεμά σε
ότ'έκαμες των Κρητικών τώρα δέν τά θυμάσαι;
Στή κόλασι θά κρίνεσαι γιά τή κακή σου γνώμη
καί παιδωμαίς εις τήν ψυχή θέλεις νά δής ακόμη."

Τήν ηγεσία των οθωμανικών στρατευμάτων ανέλαβε ο βεζίρης Αχμέτ Κιοπρουλή (νικητής του αυστροτουρκικού πολέμου στήν Ουγγαρία) καί ο αγώνας ξανάρχισε μέ νέα ένταση τό Μάϊο του 1667. Οι Βενετοί έστειλαν ως γενικό αρχιστράτηγο έναν αντίπαλο αντάξιο του μεγάλου βεζίρη, τόν Francisco Morosini. Η τελευταία φάση της πολιορκίας εξελίχθηκε σε γιγαντομαχία, διήρκεσε δύο χρόνια καί ήταν γεμάτη από δραματικά γεγονότα. Νέες, αλλά μικρές ενισχύσεις συνέχισαν νά φθάνουν στούς αμυνόμενους από τόν αυτοκράτορα Λεοπόλδο Α', τόν πρίγκιπα του Αννόβερου, τόν αυτοκράτορα της Γαλλίας καί από άλλους Φράγκους ηγέτες. Ο Αχμέτ Κιοπρουλή προσέφερε γενναιόδωρες αμοιβές σέ όσους αυτομολούσαν καί του υποδείκνυαν αδύνατα σημεία των οχυρώσεων, καί ανάμεσα στούς προδότες ήταν ο Ανδρέας Μπαρότσης ο οποίος καθοδηγούσε τούς επιτιθέμενους εναντίον των δύο ευπρόσβλητων προμαχώνων του Αγίου Ανδρέα καί της Σαμπιονέρας. Ο Κρητικός Κορνάρος όμως καί στούς δύο προμαχώνες κατόρθωσε νά αποκρούσει τίς λυσαλέες επιθέσεις του εχθρού καί νά τούς προξενήσει σοβαρές απώλειες. Ομως τήν 1η Μαΐου 1669, ο γενναίος Κορνάρος σκοτώθηκε:

"Έξω μπασάδες πέφτουνε, σπαχίδες απομείναν
αγάδες καί τζαούσιδες νεκροί στήν γή εμείναν,
γιανίτζαροι, τζαμόγλανα, τζαλμάδες, σουμπασίδες
τούρκοι μέ δίζως 'φίτζια οπούταν ατζαμίδες.
Ο Μοροζίνης ώριζε, Κορνάρος εκυβέρνα,
όμως ετρύπησεν του τήν κοιλιά, καί τάντερα έκοψέν του,
καί τό κορμί του τ'άξιον όλον θανατωσέν του.
Ρωμαίοι μεγάλοι καί μικροί μέ δάκρυα τόν εκλάψαν
πως τέτοιον άξιον στρατηγόν επήγανε κιεθάψαν"

Τελικά ο Μοροζίνης άρχισε διαπραγματεύσεις μέ τόν μεγάλο βεζίρη γιά τήν ειρηνική παράδοση της πόλης. Οι συννενοήσεις ήταν πολυήμερες καί κοπιαστικές, αλλά τελικά κατέληξαν σέ συμφωνία. Τούς αμυνόμενους εκπροσώπησε ο Σκωτζέζος Annant καί ο Κρητικός Σκορδίλης, ενώ τούς Οθωμανούς, ο μεγάλος διερμηνέας Παναγιώτης Νικούσιος. Στίς 16 Σεπτεμβρίου 1669 η ερειπωμένη πόλη παραδόθηκε στούς Τούρκους, στούς οποίους έμελλε νά παραμείνει γιά 300 περίπου χρόνια (θρήνος της πόλης):

"Καί ο βεζύρης μ'έπιασε κ'εγλυκοφίλησέ με,
οπούμουνε χριστιανή κι'όλη μαγαρισέ με.
Τώρα γδυμένη με κρατούν, τση ρούγιαις μου γυρίζω,
καί συντηρώ νά δω Ρωμνιό κι'ουδένα δεν γνωρίζω,
γιατί τόν Τούρκο δέ μπορώ νά βλέπω τόν εχθρό μου,
καί σφάζουσί μου τήν καρδιά όντα τούς βλέπω ομπρός μου."

Η Κρήτη πού ήταν ο θεματοφύλακας καί συνεχιστής της βυζαντινής παραδόσεως γιά δύο αιώνες έπεφτε καί αυτή στά χέρια του κατακτητή. Η βυζαντινή αριστοκρατία είχε βρεί στή μεγαλόνησο καταφύγιο, μεταφέροντας πολύτιμα έγγραφα καί έργα τέχνης, γιά νά τά σώσουν από τήν καταστροφή του 1453. Η τέχνη καί η λογοτεχνία γνώρισαν ξεχωριστή ακμή καί ο Ελληνισμός προόδευσε στή Μεγαλόνησο κατά τή διάρκεια της βενετοκρατίας. Τόν ρόλο αυτό της Κρήτης μάς τόν δείχνει ο ανώνυμος ποιητής πού έβαλε στό στόμα του τελευταίου αυτοκράτορα τά παρακάτω λόγια:"Κόψατε τό κεφάλι μου, Χριστιανοί Ρωμαίοι, επάρατέ το Κρητικοί, βαστάτε τό στήν Κρήτη, νά τό ιδούν οι Κρητικοί νά καρδιοπονέσουν." Μέ τήν πτώση του Χάνδακα η Κρήτη ακολούθησε τήν μοίρα καί των υπόλοιπων ελληνικών περιοχών, αφού σκεπάστηκε από τό μαύρο σκοτάδι της δουλείας, της αμάθειας καί της τρομοκρατίας. Μεγάλο μέρος της πολιτιστικής της κληρονομιάς καταστράφηκε, ενώ πλήθος Κρητικών λογίων σκοτώθηκαν ή εγκατέλειψαν τήν πατρίδα τους. Οι μισοί Κρητικοί εξισλαμίσθηκαν είτε βιαίως είτε εθελουσίως καί αυτοί ήταν πού θά αποδεικνύονταν οι πιό σκληροί καί οι πιο αδυσώπητοι πολέμιοι όσων παρέμεναν πιστοί στήν θρησκεία τους καί στίς παραδόσεις τους. 


Πολεμικά γεγονότα στήν Πελοπόννησο καί στό Ιόνιο

Διαρκούντος του κρητικού πολέμου, οι συνήθεις ύποπτοι Μανιάτες καί Χιμαριώτες συνέχιζαν τίς πολεμικές τους επιχειρήσεις εναντίων των κατακτητών. Οι αξιοι διάδοχοι των αρχαίων Λακεδαιμονίων βρίσκονταν σέ συμμαχία μέ τούς Ιωαννίτες ιππότες της Μάλτας καί προσέβαλαν, μέ μικρά πειρατικά πλοιάρια, τά μεγάλα τουρκικά εμπορικά σκάφη. Τό 1659 ήρθαν σέ επαφή μέ τόν περίφημο αρχιστράτηγο Francisco Morosini καί του ζήτησαν βοήθεια γιά τήν εκδίωξη των Τούρκων από τό Μωρέα. Ο Βενετός κατέπλευσε στή Σίφνο καί παρέλαβε τόν εκεί διωχθέντα τέως πατριάρχη Ιωαννίκιο Β', καί μέ δέκα γαλέρες έφθασε στό λιμάνι των Κυτριών της Μάνης. Χιλιάδες συγκινημένοι Μανιάτες υποδέχθηκαν τόν πνευματικό τους ηγέτη καί έσπευδαν νά του φιλήσουν τό χέρι.
Τή σκηνή τήν αφηγείται ο Κρητικός Αθανάσιος Σκληρός πού ήταν αυτόπτης μάρτυρας, καί είναι μία ακόμα απόδειξη ότι η Ορθοδοξία ήταν ο συνδετικός κρίκος όλων των υπόδουλων Ρωμιών καί ήταν αυτή πού κράτησε ζωντανό τόν εθνισμό τους σέ όλη τή διάρκεια της φραγκοκρατίας καί της τουρκοκρατίας. Μικρή βενετική δύναμη μέ διοικητή τόν Γρεμονβίλ (Cremonville) ένωσε τίς δυνάμεις της μέ δέκα χιλιάδες Ελληνες καί προχώρησαν εναντίον της Καλαμάτας. Τό τουρκικό ιππικό πού βγήκε νά τούς συναντήσει, τό αντιμετώπισε επιτυχώς ο Γεώργιος Κορνάρος καί οι Μανιάτες μπήκαν στήν πόλη, τήν οποία τήν βρήκαν έρημη καί τήν κατέκαυσαν. Οι κάτοικοι, Τούρκοι αλλά καί Ελληνες οι οποίοι ζούσαν αρμονικά μέ τούς Τούρκους, είχαν ήδη εγκαταλείψει τά σπίτια τους. 

Ο Μοροζίνι αναχώρησε από τήν Πελοπόννησο καί επέστρεψε στόν Χάνδακα (1660) μαζί μέ τόν τέως Πατριάρχη Ιωαννίκιο Β':

"Από τήν Πόλιν ευγάλλανε τότες τόν πατριάρχη
καί μίσευεν από εκεί σέ θάνατο μή λάχη.
Τό γενεράλε προσκυνεί κ'εις την αρμάτα μπαίνει,
στου Μορεζήν τό κάτεργο καί μέ εκείνο μένει.
Στό κάστρο τόν εφέρανε μ'ευλάβεια μεγάλη,
γιά νά ποιμαίνη τούς Ρωμνιούς, τούς ιερείς νά βάλλη."

Τό 1671 η οικογένεια των Γιατράκων ή Μεδίκων (οι οποίοι προέρχονταν από τήν παλαιά οικογένεια των Medici της Φλωρεντίας), άφησαν τίς εστίες τους στή Μάνη, εξαιτίας των τοπικών προστριβών καί των οθωμανικών πιέσεων, καί μετανάστευσαν πρός τήν Τοσκάνη, ύστερα από πρόσκληση του δούκα Φρειδερίκου Β' του Μέδικου. Εκεί δυστυχώς δέν διατήρησαν τό Ορθόδοξο δόγμα τους καί γρήγορα εκλατινίστηκαν, οπότε χάθηκαν τελείως τά ίχνη τους.
Αντίθετα οι Μανιάτες πού παρέμειναν συνέχιζαν νά μάχονται μέ τήν ίδια ορμή τόσο στά απρόσιτα βουνά τους, όσο καί στά μανιασμένα κύματα της θάλασσας. Τό 1667, ορισμένοι Μανιάτες έφθασαν στό τουρκικό στρατόπεδο του μεγάλου βεζίρη, πού πολιορκούσε τό Χάνδακα καί προσπάθησαν νά καταστρέψουν τά εχθρικά κανόνια καί νά πυρπολήσουν τουρκικές γαλέρες. Εγιναν αντιληπτοί όμως, συνελήφθησαν καί ανασκολοπίστηκαν από τόν Αχμέτ Κιουπρουλή, ο οποίος εκνευρισμένος από τό θράσος των Μανιατών, διέταξε τόν περίφημο πειρατή Χασάν Μπαμπά, νά υποτάξει τή Μάνη. Πράγματι ο τολμηρότερος, εκείνης της εποχής μουσουλμάνος ναυτικός, έφθασε μέ τήν αρμάδα του στίς Κυτριές καί επιχείρησε απόβαση. Αποκρούστηκε όμως από τούς έμπειρους πολεμιστές, μεταξύ των οποίων υπήρχαν καί πολλές από τίς γυναίκες τους. Διασώζεται μάλιστα περιστατικό, κατά τό οποίο κάποια Μανιάτισσα, της οποίας ο σύζυγος καθυστερούσε νά πάει στή μάχη, φαίρεται νά είπε: "Πές τού αντρός μου νά κρατήσει τό παιδί καί εγώ πηγαίνω νά εύρω τά όπλα του καί θά τά δουλέψω καλύτερα απ'αυτόν." Η Μανιάτισσα, καί ας μήν τό ήξερε, ήταν άξια απόγονος της Σπαρτιάτισσας πού είχε πεί τό περίφημο: "ή τάν ή επί τάς". Τή νύκτα δέκα Μανιάτες κολύμπησαν μέχρι τόν αραγμένο στόλο, έκοψαν τά σκοινιά από τίς άγκυρες, μέ αποτέλεσμα αρκετά πλοία νά καταπέσουν στά βράχια καί νά βουλιάξουν. (Ας σημειωθεί ότι μία από τίς αιτίες πού η Μάνη παρέμεινε ανυπότακτη, είναι ότι οι ακτές της είναι ως επί τό πλείστον απόκρημνες καί βραχώδεις, ακατάλληλες έτσι γιά αποβάσεις εχθρικών στρατευμάτων).
Ο Χασάν Μπαμπά γύρισε έτσι ντροπιασμένος στήν Κρήτη. 

Αλλά ο Αλβανός βεζίρης Κιουπρουλής δέν απογοητεύτηκε. Εκμεταλευόμενος τό πανάρχαιο χαρακτηριστικό των Ελλήνων, τό οποίο δέν είναι τίποτα άλλο από τή διχόνοια θά συνέχιζε τίς απόπειρές του γιά τήν κατάκτηση της Μάνης. (Τό ίδιο θά έκανε ένα αιώνα αργότερα καί ο Αλή πασάς των Ιωαννίνων γιά νά αντιμετωπίσει τούς Σουλιώτες).
Στή Μάνη υπήρχε ανταγωνισμός καί μίσος μεταξύ δύο οικογενειών: των Στεφανόπουλων, οι οποίοι κατάγονταν από τούς Κομνηνούς καί των Ιατραίων (Μεδίκων). Τήν εποχή εκείνη, ο νεαρός Λιβέριος Γερακάρης, γνωστός ως Λυμπεράκης, από τήν οικογένεια των Κοσμάδων, είχε αρραβωνιασθεί τήν πανέμορφη θυγατέρα του Γιακουμή Ιατρού, της οικογένειας των Μεδίκων. Τήν κοπέλλα όμως, τήν απήγαγε ο Λεμηθάκης, από τήν οικογένεια των Στεφανόπουλων καί αυτό τό γεγονός θεωρήθηκε προσβολή γιά τόν αρραβωνιαστικό καί ήταν αρκετό νά μεγαλώσει τήν έχθρα μεταξύ των δύο οικογενειών. Ο Λυμπεράκης, μήν αντέχοντας τόν χλευασμό των συγχωριανών του, πούλησε τήν περιουσία του, εφυγε από τό Οίτυλο, αγόρασε πλοίο καί επιδόθηκε στήν πειρατεία. Μέ τή γενναιότητα του καί τίς ικανότητές του επιβλήθηκε στούς άλλους πειρατές καί αναγνωρίσθηκε ως αρχηγός τους. Σέ μία παράτολμη επιχείρησή του κατά των Οθωμανών συνελήφθη αιχμάλωτος καί φυλακίσθηκε στίς τρομερές φυλακές της Πόλης. Ενώ τόν οδηγούσαν στό δήμιο, ο Μεγάλος Βεζίρης πήγε νά θαυμάσει τόν τρομερό πειρατή καί τόν άκουσε νά λέει ότι δέν λυπάται πού θά πεθάνει, μόνο λυπάται πού δέν κατάφερε νά εκδικηθεί γιά τήν ντροπή πού του προκάλεσε ο μισητός Λεμηθάκης.
Ο Κιουπρουλής άρπαξε αμέσως τήν ευκαιρία καί του προσέφερε χρυσάφι καί πλοία μέ τόν όρο νά τεθεί στήν υπηρεσία του σουλτάνου αλλά καί νά συμφιλιώσει τούς συμπατριώτες του μέ τούς Τούρκους. Ο νέος Αλκιβιάδης αποφυλακίσθηκε καί κατέπλευσε στήν Μάνη όπου άρχισε νά μοιράζει χρυσάφι, διαδίδοντας ότι ήρθε ο καιρός να συμφιλιωθούν μέ τούς Τούρκους καί αυτοί θά τούς επέτρεπαν νά ζήσουν ειρηνικά, χωρίς παιδωμάζωμα καί χωρίς χαράτσι. 

Πράγματι οι εξαγγελίες του Λυμπεράκη έφεραν αποτέλεσμα καί οι Μανιάτες δέν προσέβαλαν τόν Καζέ Αλή πασσά πού έφθασε μέ έξι χιλιάδες άνδρες στήν πατρίδα τους. Ο πασσάς φέρθηκε μέ ειρηνικές διαθέσεις στούς ντόπιους καί τό μόνο πού έκανε ήταν νά κτίσει τρία φρούρια στή Ζαρνάτα, στήν Κελεφά καί στό Πόρτο Κάγιο. Οι Μανιάτες δέν άργησαν νά καταλάβουν ότι ο εχθρός είχε καταλάβει τίς καίριες θέσεις στούς λόφους, ενώ αυτοί έμεναν απαθείς, ενώ ο Λυμπεράκης αυτοανακυρήχθηκε γενικός αρχηγός της Μάνης καί άρχισε πλέον νά συνεργάζεται φανερά μέ τούς Τούρκους. Η στιγμή ήταν κατάλληλη γιά τόν πειρατή νά εκδικηθεί επιτέλους τούς προαιώνιους εχθρούς του. Εστησε λαϊκά δικαστήρια καί μέ δίκες παρωδία εκτέλεσε δεκάδες από τούς αντιπάλους του.
Οι διώξεις αυτές ανάγκασαν τήν οικογένεια των Στεφανόπουλων νά εγκαταλείψουν οριστικά τήν πατρίδα τους καί νά μεταναστεύσουν στήν Κορσική, η οποία ήταν υπό τήν κυριαρχία της Γένοβας. Στίς 3 Οκτωβρίου 1675, επιβιβάσθηκαν σέ πλοία 730 Μανιάτες κύριως από τήν φάρα των Στεφανόπουλων, μέ αρχηγό τόν επίσκοπο Μαΐνης Παρθένιο Καλκανδή καί ύστερα από περιπλανήσεις, έφθασαν στήν Γενουατική Κορσική στίς 14 Μαρτίου 1676.
Τό "Χρονικόν της Κορσικής" μας αφηγείται τά καθέκαστα:
"...έφθασαν οι Ρωμαίοι εις τήν Παόμια καί έκαμαν τέντες καί έδωκαν αρχήν νά κτίζουν τήν χώραν καί νά εργάζωνται καί νά καλλιεργούν τήν γήν. Καί έως πέντε ή έξι χρόνους έκτισαν όλοι τά σπίτια τους μέ μερικόν έξοδον της πολιτείας, έκαμαν αμπέλια, κήπους, έκτισαν καί εκκλησίες, έκαμαν καί τό Μοναστήριον καί τό ονόμασαν Γέννησις της Θεοτόκου..."
Σύμφωνα μέ τόν μελετητή της Μάνης Δασκαλάκη, οι Μανιάτες της Κορσικής κράτησαν τόν εθνισμό τους γιά δύο αιώνες όσο παρέμεναν πιστοί στό Ορθόδοξο δόγμα. Τό Βατικανό ύστερα από επίμονες προσπάθειες κατάφερε νά τούς προσηλυτίσει, νά διώξει τούς ορθόδοξους ιερείς καί νά τούς αντικαταστήσει μέ καθολικούς. Βαθμιαία χάθηκε η ελληνική συνείδηση από τούς απόγόνους των εξόριστων Μανιατών καί σήμερα ελάχιστα ίχνη από αυτούς έχουν διασωθεί.
Εν τω μεταξύ στή Μάνη, οι τούρκικες σημαίες κυμάτιζαν στά οχυρά πού είχαν κατασκευάσει οι Τούρκοι, ενώ καί τά λιμάνια βρίσκονταν υπό τόν έλεγχό τους. Ο πασσάς άρχισε νά ζητάει τούς οφειλόμενους φόρους, απειλώντας μέ καταστροφή. Οι Μανιάτες ξύπνησαν από τό λήθαργο καί άρχισαν νά οργανώνουν τήν άμυνά τους. Τόν μισητό Λυμπεράκη δέν τόν ξαναπλησίασε κανένας καί τότε αυτός ίσως γιά νά εξαγνισθεί, εγκατέλειψε ξαφνικά τό Οίτυλο, επιδόθηκε πάλι σέ επιδρομές εναντίον τουρκικών πλοίων, αλλά πάλι συνελήφθη καί κλείστηκε στίς φοβερές φυλακές του Ναυστάθμου της Πόλης, το περίφημο "Μπάνιο".


Τό 1684, ο Μοροζίνι επικεφαλής ενετικού στόλου, βρίσκονταν στίς Κορφούς (Κέρκυρα) καί ήρθε σέ συνομιλίες μέ Επτανήσιους αλλά καί μέ τούς αρματωλούς της Ρούμελης Αγγελή Σουμίλα ή Βλάχο, Πάνο Μεϊτάνη καί τό Μικρό Χορμόπουλο από τά ’γραφα. Εκεί αποφάσισαν νά καταλάβουν τό νησί της Αγίας Μαύρας (Λευκάδα) καί πράγματι τόν Ιούλιο του 1684, αποβιβάσθηκαν Βενετοί καί Ελληνες στό τουρκοκρατούμενο νησί. Επικεφαλής των Ελλήνων ήταν ο Ευστάθιος Ρωμανός ή Μανέτας, οι Κεφαλλονίτες Ιάκωβος Μεταξάς, Νικόλαος Πινιατόρος, Αναστάσιος ’ννινος καί οι Ζακυνθινοί Κουτούβαλης, ’γγελος Νέγρης καί Κομούτος.
Οι λιγοστοί Τούρκοι πολέμησαν μέ γενναιότητα αλλά αποκλεισμένοι όπως ήταν παραδόθηκαν καί αποχώρησαν γιά τήν Πρέβεζα. Οι αρματωλοί της Ρούμελης έκαψαν διάφορα τουρκοχώρια, σφάζοντας τούς Τούρκους κατοίκους καί κατέλαβαν τό Ξηρόμερο καί τόν Βάλτο, ενώ ο Φραγκίσκος Μοροζίνης αποβίβασε άγημα στό νησί Πεταλά, στίς εκβολές του Αχελώου, τό οποίο μέ επικεφαλής τόν Strasoldo, απελευθέρωσε τό Μεσολόγγι καί τό Αιτωλικό. Οι Ελληνες αναπτερωμένοι από τίς αλλεπάληλες επιτυχίες καί εμπιστευόμενοι τόν Βενετό αρχιστράτηγο εξεγέρθηκαν καί σέ άλλες περιοχές. Ο συνταγματάρχης Δελλαδέτσιμας νίκησε τούς Τούρκους καί στό Δραγαμέστο (Αστακό), ενώ ενωμένοι Ιταλοί καί Ελληνες κατέλαβαν τήν Πρέβεζα, τήν Γουμενίτσα (Ηγουμενίτσα), τόν Κραβασαρά (Αμφιλοχία) καί τήν Βόνιτσα. Ακόμα καί στήν Κόρινθο άναψε η φλόγα της επανάστασης, αλλά οι Τούρκοι πρόλαβαν καί συνέλαβαν τόν πρωταίτιο μητροπολίτη Κορίνθου Ζαχαρία καί τόν θανάτωσαν:
"...έδραμον εις τήν Μητρόπολιν ώσπερ θηρία ανήμερα καί ήρπασαν τόν αρχιερέα του θεού δέρνοντες αυτόν καί σπρώχνοντες τον καί τον έβαλαν εις τά σίδερα, έπειτα τον επήγαν εις τόν κριτήν καί αυτός του είπε νά αρνηθή τόν Χριστόν καί να γένη Τούρκος. Ως είδεν ο δικαστής πως δέν θέλει νά μεταβάλη τήν γνώμην του επρόσταξεν ο αιμοβόρος κατά του ευλογημένου αρχιερέως νά του δώσουν τοιούτον σκληρόν θάνατον, επρόσταξε νά τόν βάλουν εις ένα σουβλί καί νά τόν ψήσουν εις τήν φωτιάν ωσάν πρόβατον."
Οι επιτυχίες των Ελληνων καί Ιταλών οφείλονταν καί στή απασχόληση του οθωμανικού στρατού στά βόρεια σύνορά του εναντίον των Πολωνών καί των Ούγγρων καί στήν προσπάθεια του σουλτάνου νά καταλάβει τήν Βιέννη τό 1683.
Από τόν Ιούλιο μέχρι τό Σεπτέμβριο του 1683 διακόσιες χιλιάδες Οθωμανοί, αργά καί μεθοδικά πολιορκούσαν τή Βιέννη πού υπερασπιζόταν ο Αψβούργος αυτοκράτορας Λεοπόλδος. Η Βιέννη θά έπεφτε σίγουρα (καί ίσως θά ήταν καλύτερα νά γνωρίσουν καλύτερα καί οι Ευρωπαίοι τά αγαθά της πολυπολιτισμικής οθωμανικής αυτοκρατορίας), αν δέν εμφανιζόταν ο ήρωας των Πολωνών, βασιλίας Ιωάννης Σομπιέσκι, ο οποίος μέ τό τρομερό ιππικό του, έπεσε στά νώτα των πολιορκητών καί τούς κατενίκησε. Ο βεζίρης Καρά Μουσταφάς, υποχώρησε ατάκτως πρός τό Βελιγράδι, αφήνοντας τεράστια λεία στούς Πολωνούς καί στούς Αυστριακούς πού τόν κατεδίωξαν. Ο Καρά Μουσταφά στραγγάλισε μετά τήν μάχη, τόν διοικητή της μονάδας πού πρώτη υποχώρησε, αλλά είχε καί αυτός τήν ίδια τύχη αφού θεωρήθηκε υπαίτιος της ήττας από τόν σουλτάνο Μουράτ Δ'.


Οι Μανιάτες, βλέποντας τίς επιτυχίες του Morosini, έστειλαν επανειλημμένα αντιπροσωπείες στόν βενετό αρχιστράτηγο, ζητώντας του βοήθεια σέ εφόδια αλλά καί στρατό. Ο Νικόλαος Δοξαράς καί ο Ζακυνθινός ευπατρίδης Παύλος Μακρής ανέλαβαν νά εκπροσωπήσουν τήν Μάνη στίς πολύμηνες διαπραγματεύσεις μέ τή Γαληνοτάτη Δημοκρατία:
"...οι λαοί όσοι κατοικούν τήν επαρχίαν της Μάνης ομολογούμεν πάντοτε πίστιν καί σέβας εις τό όνομα τό φοβερόν καί ανίκητον της γαληνοτάτης δημοκρατίας. Τώρα δέ μάλιστα, όπου τά δυνατά στρατεύματα των Χριστιανών κινούνται, διά νά καταλάβουν τήν υπερηφάνεια των βαρβάρων Οθωμανών, οι κάτοικοι του κόλπου της Μάνης διατηρουντες στά στήθη των σταθεράν καρτερίαν, διά νά ημπορέσουν άλλην μίαν φοράν νά επαναστατήσουν εναντίον της τυραννίας, αναζωογονούσι τήν πίστιν εις τάς χείρας του εκλαμπροτάτου Φραντζίσκου Μοροζίνη καπετάν γενεράλε...

Πόρτο Πρέβεζας, 1684 Νοεμβρίου 4

Ο Τούρκος όμως πάντα αγρυπνούσε καί γιά νά προλάβει τή σύναψη της συμμαχίας έσπευσε νά εισβάλει στό βραχίονα της Μάνης, μέ δέκα χιλιάδες άνδρες, όπου έσφαξε γυναικόπεδα καί πυρπόλησε τά χωριά πού συνάντησε στό διάβα του. Αυτή η κίνηση ανάγκασε τό Μοροζίνη νά στείλει τόν υπαρχηγό του στόλου Dolfin μέ δέκα καράβια φορτωμένα μέ τρόφιμα καί πυρίτιδα στούς επαναστάτες. 
Ο Ισαμήλ πασάς, είχε στό μεταξύ προλάβει νά υποτάξει αρκετά χωριά καί είχε πάρει ως ομήρους δεκάδες παιδιά, ώστε νά εξαναγκάσει τούς Μανιάτες σέ υποταγή.
Στίς 21 Ιουνίου 1685, η χριστιανική δύναμη πού είχε συγκεντρωθεί στούς Κορφούς καί η οποία αποτελείτο από δεκάδες τοσκανικά, παπικά, βενετικά καί μαλτέζικα πλοία, κινήθηκε πρός τό νότο. Στούς δέκα χιλιάδες Ιταλούς, Σάξονες, Μαλτέζους καί Δαλματούς (Σκλαβούνους) μισθοφόρους προστέθηκαν καί μερικές εκατοντάδες Μανιάτες, οι οποίοι στίς 11 Αυγούστου κατέλαβαν τήν Κορώνη ύστερα από ολιγοήμερη πολιορκία. Τά έκτροπα που σημειώθηκαν κατά τήν διάρκεια της πολιορκίας ήταν πολλά καί από τίς δύο πλευρές. Μάλιστα ο Μοροζίνι, μετά από μία νικηφόρα μάχη, έμπηξε σέ εκατό δόρατα, ισάριθμα κεφάλια σπαχήδων καί τά έμπηξε έξω από τίς επάλξεις του φρουρίου της Κορώνης, πρός εκφοβισμό των αμυνομένων. Η πτώση δέ της πόλης, συνοδεύτηκε μέ σφαγές εκ μέρους των χριστιανών, όλων σχεδόν των μουσουλμάνων κατοίκων καί όπως αφηγείται ο Σάθας η "πόλις μετεβλήθη εις απέραντον νεκροταφείον". Τό λεοντάρι το Αγίου Μάρκου, υψώθηκε στούς πύργους, αντικαθιστώντας τήν ημισέληνο η οποία κυμάτιζε γιά δύο αιώνες περίπου.
Εμψυχωμένοι πλέον οι Λακεδαιμόνιοι μαχητές υπό τήν αρχηγία του Παύλου Μακρή, του Πέτρου Γιατράκου, του Δοξαρά καί του Θεόδωρου Βούλτσου κατέλαβαν τά φρούρια της Ζαρνάτας, της Κελεφάς, του Πασαβά ενώ συνέχισαν μαζί μέ τούς Βενετούς καταλαμβάνοντας τήν Καλαμάτα καί τόν Μυστρά. Μάλιστα ο φρούραρχος της Ζαρνάτας Χασάν αγάς, φοβούμενος τήν οργή του σουλτάνου, κατέφυγε μαζί μέ τήν οικογένειά του στή Βενετία. Τό έτος 1685, λοιπόν βρήκε τήν Μάνη απαλλαγμένη πάλι απο τή σκιά του Οθωμανού κατακτητή. 

Τήν επόμενη χρονιά (1686) άρχισε δεύτερος κύκλος εχθροπραξιών μεταξύ των Οθωμανών καί των Βενετών. Η πρωτοβουλία ανήκει στούς πρώτους οι οποίοι τό Μάρτιο εισέβαλαν στή Μάνη καί προσπάθησαν νά καταλάβουν τό φρούριο της Κελεφάς. Μόλις όμως έφθασαν ιταλικές ενισχύσεις στό λιμάνι του Οίτυλου, ο σερασκέρης της Πελοποννήσου Ισμαήλ υποχώρησε ατάκτως, καταδιωκόμενος από τούς Μανιάτες.
Τόν Ιούνιο του 1686, έφθασαν ενισχύσεις στόν Morosini από τόν πάπα, τή Μάλτα, τήν Τοσκάνη καί τήν Δαλματία. Επικεφαλής των χερσαίων δυνάμεων τέθηκε ο παλαίμαχος του Τριαντακονταετούς πολέμου, Σουηδός Οθωνας Γουλιέλμος Konigsmarck ο οποίος κατέλαβε χωρίς αντίσταση τό φρούριο του Παλαιού Ναυαρίνου (Πύλου). Η φρουρά μέ τά γυναικόπεδα μεταφέρθηκαν στήν Αλεξάνδρεια. Στή συνέχεια πολιορκήθηκε τό φρούριο του Νέου Ναυαρίνου τό οποίο διοικείτο από τούς πασάδες Μουσταφά καί Τζαφάρ καί άντεχε μέ καρτερία στούς αλλεπάλληλους κανονιοβολισμούς καί στίς υπονομεύσεις των Ευρωπαίων πολιορκητών. Στήν πολιορκία συμμετείχε καί ο Παύλος Μακρής μέ πεντακόσιους Μανιάτες. Οταν ο σερασκέρης Ισμαήλ πασάς εμφανίσθηκε σέ αποσταση δύο μιλιών έξω από τήν πόλη, ο Καίνιξμαρκ ηγούμενος επτά χιλιάδων πεζών καί επτακοσιων ιππέων τόν αντιμετώπισε μέ επιτυχία καί τόν έτρεψε σέ φυγή.
Έτσι τήν επομένη (17 Ιουνίου 1686) παραδόθηκε τό φρούριο καί μόνο ο Τζαφάρ πασάς πού ήταν αντίθετος μέ τήν παράδοση κλείσθηκε στήν πυριδιταποθήκη μέ τούς οπαδούς του καί τινάχθηκε στόν αέρα. Ο Μοροζίνι μπήκε θριαμβευτής στήν πόλη της Πύλου, διέταξε νά μετατραπεί τό μεγαλύτερο τζαμί σέ καθολικό ναό καί μέσα στήν γενική χαρά ετελέσθη δοξολογία. 


Σειρά είχε η Μεθώνη καί ο μέν Konigsmarck έφθασε στήν πόλη από τήν ξηρά, ο δέ Morosini μέ τόν στόλο έφθασε στό νησί Σαπιέντσα καί απέκλεισε τήν πόλη από τή θάλασσα. Νέοι κανονιοβολισμοί από τά ισχυρά πυροβόλα όπλα, πού είχαν κατασκευασθεί μέ τίς πιό σύγχρονες ευρωπαϊκές προδιαγραφές εκείνης της εποχής, έφεραν τό επιθυμητό αποτέλεσμα καί μεγάλο μέρος των τειχών κατέρρευσε.
Στίς 7 Ιουλίου 1686, οι Τούρκοι παρέδωσαν τήν πόλη καί τό σκηνικό επαναλήφθηκε αφού μέσα από τό πλήθος των Ελλήνων πού ζητωκράυγαζε, ο αρχιστράτηγος Βενετός μετέτρεψε τό τζαμί σέ καθολικό ναό γιά νά τελεσθεί δοξολογία καί νά γιορτασθεί η νίκη καί η εκδίωξη των Οθωμανών.
Στό μεταξύ οι Σλάβοι από τήν Δαλματία (Κροάτες) μέ αρχηγό τόν Κορπονέζη κατέλαβαν τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία). Οι Βενετοί ενθαρρυμένοι από τήν απόλυτη επικράτηση, αποφάσισαν νά συνεχίσουν βορειότερα καί στίς 27 Ιουλίου αποβίβασαν στρατό στόν όρμο Ρόδι (Τολό) μέ σκοπό νά καταλάβουν τό πανίσχυρο τότε Ναύπλιο, τό οποίο είχε πληθυσμό περισσότερο από δέκα χιλιάδες κατοίκους (Τούρκους, Ρωμιούς καί Εβραίους). Ο Καίνιξμαρκ κινήθηκε ταχέως, κατέλαβε τό Παλαμήδι καί κατανίκησε πάλι τόν Ισμαήλ πασά ο οποίος μέ τέσσερεις χιλιάδες ιππείς προσπάθησε νά τόν σταματήσει στήν πεδιάδα του Αργους.
Στίς 30 Αυγούστου 1686 ο φρούραρχος του Ναυπλίου Μουσταφά πασάς άνοιξε τίς πύλες καί ο Μοροζίνης μπήκε θριαμβευτής στήν πόλη όπου τόν υποδέχθηκε ο αρχιεπίσκοπος Σύλβεστρος καί του ζήτησε τή διατήρηση των πατροπαράδοτων προνομίων αυτονομίας. Η άλωση του Ναυπλίου εντυπωσίασε τήν Βενετία καί η Γερουσία χάρισε στό Σουηδό στρατηγό πλούσια δώρα καί στό Βενετό στρατιωτικό ανώτερους κληρονομικούς τίτλους ευγενείας. 


Ο πανικός έφερε σύγχυση στά τουρκικά στρατεύματα καί μερικές φρουρές στασίασαν, όπως έγινε στήν Καρύταινα, όπου οι Τούρκοι στρατιώτες έσφαξαν τον διοικητή τους καί εγκατέλειψαν τίς θέσεις τους.
Ο Μοροζίνι έκανε μία αναγνωριστική επιχείρηση στήν Αττική, ενώ στόν Πειραιά τόν συνάντησαν οι πρόκριτοι των Αθηνών Σταμάτης Γάσπαρης, Μιχαήλ Δημάκης, Γιώργος Δούσμανης καί Ιάκωβος Δαμίστρος καί μαζί μέ τόν μητροπολίτη Ιάκωβο Δ' του προσέφεραν 9000 ρεάλια ως φόρο υποτέλειας μέ τήν παράκληση νά μην καταλάβει τήν πόλη τους. Πράγματι, ο Βενετός αποσύρθηκε στό Ναύπλιο γιά νά ξεχειμωνιάσει, αλλά πανώλης η οποία μεταδόθηκε από γαλλικό πλοίο αποδεκάτισε τα στρατεύματά του, μαζί φυσικά μέ τούς κατοίκους του Ναυπλίου καί τελικά ο αρχιστράτηγος αναγκάστηκε νά αναχωρήσει γιά τά Επτάνησα.
Τήν άνοιξη του 1687 ο χριστιανικός στόλος κινήθηκε πρός τήν Πάτρα, τήν οποία είχε οχυρώσει ο νέος σερασκέρης Πελοποννήσου ο Αχμέτ πασάς. Οι Ρωμιοί εθελοντές πού ακολούθησαν τούς Βενετούς ηταν οι Ζακυνθινοί Νικόλαος Φοσκάρδης, Σπυρίδων Ναράτζης, Αναστάσιος Καψοκέφαλος, Κωνσταντίνος Καπνίσης, οι Κεφαλλονίτες Ιωάννης Λοβέρδος, Πιανιατόρος, Χωραφάς, Μεταξάς, Φωκάς, Τσιμάρας καί Σιγούρος.
Στίς 22 Ιουλίου 1687 ο Morosini μέ 14000 άνδρες, αποβιβάσθηκε στίς Ιτιές, δυτικά των Πατρών, καί αντιμετώπισε μέ επιτυχία τίς συνεχόμενες επιθέσεις του τρομερού τουρκικού ιππικού. Ο Αχμέτ πασάς έχασε 2000 στρατιώτες καί αναγκάστηκε νά εγκαταλείψει τήν Πάτρα (Πάτραι) καί νά καταφύγει στό φρούριο του Ρίου. Εκεί όμως, ο βενετικός στόλος μέ ναύαρχο τόν Σονούτο τόν κανονιοβόλησε καί τόν έτρεψε σέ φυγή. Ο Μοροζίνης μετέτρεψε τό μεγαλύτερο τζαμί της πόλης των Πατρών σέ ναό του Αποστόλου Ανδρέου καί έστειλε τόν οπλαρχηγό Άγγελο Νέγρη στήν Γλαρέντζα (Κυλλήνη) γιά νά καταλάβει τό κάστρο στό Χλεμούτσι (καστέλο Τορνέζε). Ολόκληρος ο Μωριάς τό καλοκαίρι του 1687 είχε απελευθερωθεί από τούς Οθωμανούς καί τό γεγονός γιορτάστηκε στή Βενετία, όπου στήν αίθουσα του Συμβουλίου των Δέκα, στήθηκε η προτομή του Morosini μαζί μέ τή σημαία του σερασκέρη πού κυριεύθηκε στήν Πάτρα μέ τήν εξής επιγραφή: 


FRANCISCO MAUROCENO PELOPONNESIACO ADHUC VIVENTI SENATUS.

Αντίστοιχες νίκες σημείωσαν καί οι αρματολοί στή Ρούμελη καί τήν Ηπειρο. Εκτός από τό Σουμίλα καί τόν Μεϊτάνη κινήθηκαν κατά των Οθωμανών οι οπλαρχηγοί Χρήστος Βαλαωρίτης, Σπαθόγιαννης, Χορμόπουλος, Λινίνης, Σπανός ενώ καί οι επίσκοποι: Σαλώνων (Αμφισσας) Φιλόθεος, Θηβών Ιερόθεος, Λαρίσσης Μακάριος καί Ευρίπου (Εύβοιας) Αμβρόσιος οργάνωσαν επαναστατικές ενέργειες. Ο Κούρμας κατέλαβε τό Λοιδορίκι καί βοήθησε τούς Βενετούς στήν κατάληψη των φρουρίων του Αντιρρίου καί της Ναυπάκτου, τά οποία εγκαταλείφθησαν γρήγορα από τούς πανικόβλητους Τούρκους. Γιά τή δράση των οπλαρχηγών καί των καπεταναίων πού δρούσαν στά ελεύθερα βουνά υπάρχουν λίγες ιστορικές πηγές, μεταξύ των οποίων είναι καί τά δημοτικά τραγούδια πού έχει διασώσει η λαϊκή παράδοση. 


Οι Βενετοί καταλαμβάνουν τήν Αθήνα

Η ασφάλεια των ιταλικών κτήσεων στήν Πελοπόννησο απειλούνταν από τά μεγάλα στρατιωτικά κέντρα των Οθωμανών στή Θήβα καί τη Χαλκίδα, οπότε ο Μοροζίνι τόν Αύγουστο του 1687, κινήθηκε βορειότερα καί αποφάσισε νά καταλάβει τήν Αθήνα καί μετά τήν Χαλκίδα. Προηγούμενως είχε διατάξει τόν νάυαρχο Βινιέρι νά καταλάβει τη Μονεμβασιά (Malvasia). Στήν πολιορκία του απόρθητου αυτού βράχου συμμετείχαν καί αρκετοί Μανιάτες μέ αρχηγό τό Νικόλαο Καλούτση, αλλά τελικά δέν υπήρξε αποτέλεσμα ευνοϊκό γιά τούς Ιταλούς καί τους Έλληνες. 

Στίς 21 Σεπτεμβρίου, ο χριστιανικός στόλος κατέπλευσε στόν Πειραιά καί ο Καίνιξμαρκ αιφνιδιαστικά, μέ δέκα χιλιάδες άνδρες κατέλαβε τούς ελαιώνες της Ιεράς Οδού πού οδηγεί στήν Ελευσίνα. Η τουρκική φρουρά εκκένωσε τήν πόλη των Αθηνών καί κλείσθηκε στήν Ακρόπολη αποφασισμένη νά προβάλει σκληρή αντίσταση.
Δύο εγκληματικές ενέργειες διέπραξαν τότε οι ιερόσυλοι Μογγόλοι, αφενός κατεδάφισαν τό ναό της Αθηνάς Νίκης γιά νά στήσουν πυροβολαρχία, εφ'ετέρου μετέτρεψαν τόν Παρθενώνα σε πυριδιταποθήκη, αποθηκεύοντας εκεί όλα τους τά πολεμικά εφόδια.
Οι εξίσου βάρβαροι Βενετοί άρχισαν νά κανονιοβολούν από τούς λόφους του Φιλοπάππου, της Πνύκας καί του Αρείου Πάγου, αδιαφορώντας γιά τά ιερά μνημεία πού έστεκαν γιά δύο χιλιάδες χρόνια στόν βράχο της Ακρόπολης, μάρτυρες ενός ανώτερου πολιτισμού.
Βενετική βόμβα γκρέμισε τά Προπύλαια, ενώ στίς 26 Σεπτεμβρίου 1687 διαπράχθηκε η μεγάλη καταστροφή πού έμελλε νά αμαυρώσει τή φήμη του Morosini. Βόμβα έπεσε μέσα στόν Παρθενώνα καί ακολούθησε μία τρομερή έκρηξη η οποία εκτίναξε ανθρώπινα μέλη μαζί μέ κομμάτια αρχαίων μαρμάρων καί γλυπτών, εκατοντάδες μέτρα μακρυά. Η βαρβαρότητα των ανθρώπων κατέστρεφε ολοκληρωτικά τό σύμβολο της κλασσικής ΑΘήνας του 5ου π.Χ. αιώνα. Σάν νά μήν αρκούσε αυτό οι Ευρωπαίοι λεηλάτησαν όλα τά κομμάτια πού βρήκαν καί ο Μοροζίνι έκλεψε τρία μαρμάρινα λεοντάρια από τόν Πειραιά (Porto Leone) καί τά έστειλε στή Βενετία ως ένδειξη νίκης. (Τά λεοντάρια αυτά είχαν επιγραφές αγνώστου τότε ταυτότητας. Αρκετά αργότερα αποδείχθηκε ότι ήταν σκανδιναβικής γραφής καί ήταν σκαλίσματα των μισθοφόρων Βαράγγων της προσωπικής φρουράς του αυτοκράτορα της Βυζαντινής αυτοκρατορίας Βασιλείου Β', ο οποίος τόν 11ο αιώνα είχε περάσει από τήν Αθήνα μετά τόν θρίαμβό του κατά των Βουλγάρων εισβολέων).
Τελικά, η φρουρά της Ακροπόλεως παραδόθηκε, καί συμφωνήθηκε οι Τούρκοι νά πουλήσουν τά κτήματα καί τά σπίτια τους καί νά αναχωρήσουν γιά τή Σμύρνη όπερ καί εγένετο. Οι Ελληνες μέ εκπροσώπους τούς προύχοντες Περούλη, Γάσπαρι, Μπεναλδή καί τόν αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο ζήτησαν καί πήραν εγγυήσεις γιά τά προνόμια καί τά δικαιώματά τους ως χριστιανοί ορθόδοξοι.


Οι συνεχείς αποτυχίες των Οθωμανών στό Μοριά αλλά καί στήν Ουγγαρία, τήν Τρανσυλβανία καί τή Δαλματία από τούς Αυστριακούς, τούς Ρώσσους καί τούς Πολωνούς, προκάλεσαν ανταρσίες στήν Κωνσταντινούπολη όπου οι γενίτσαροι καθαίρεσαν τόν σουλτάνο καί κατέσφαξαν τόν μεγάλο βεζίρη Σουλεϊμάν.
Ενώ γίνονταν ανακατατάξεις στήν ηγεσία του οθωμανικού στρατού, στό βασίλεο του Μορέως (Regno della Morea), η Ενετική Γερουσία είχε διορίσει κυβερνήτες τόν Ρενιέρη, τόν Δομένικο Γρίτη καί τό Μαρίνο Μικκιέλη, καί αυτοί χώρισαν τό βασίλειό τους σέ τέσσερεις περιφέρειες καταγράφοντας όλα τά χωριά, τά κτήματα, τά μοναστήρια καί τούς κατοίκους της Πελοποννήσου εκείνης της εποχής.
(Πράγματι, αν έκαναν ένα καλό οι Βενετοί μέ τήν παρουσία τους στήν Ρωμανία (Ελλάδα) ήταν ότι στα περίφημα αρχεία τους έχουν διασωθεί πολλά στοιχεία γιά τήν πατρίδα μας καί τήν ιστορία μας, ιδιαίτερα μία περίοδο πού ήταν από τίς πιό δύσκολες γιά τή Ρωμιοσύνη. Παρατηρώντας τούς κατακτητές πού πέρασαν από αυτά τά χώματα βλέπουμε ότι καί οι αρχαίοι Ρωμαίοι καί οι Άραβες, καί οι Φράγκοι καί οι Βενετοί άφησαν κάποια θετικά στοιχεία μέ τήν παρουσία τους. Οι μόνοι οι οποίοι δέν άφησαν στοιχειώδες δείγμα πολιτισμού ήταν οι Τούρκοι καί για αυτό βλέπουμε ότι οι πρόγονοί μας από τόν 12ο ακόμα αιώνα μέχρι καί τόν εικοστό αυτούς κατακρίνουν κυρίως γιά τήν συμπεριφορά τους. Η σκληρή κριτική κατά των ασιατών κατακτητών δέν είναι κατασκευασμένη καί τεχνιτή, καί αυτό φαίνεται από τό πλήθος των δημοτικών τραγουδιών, των ανώνυμων ποιημάτων καί αφηγήσεων των απλών ραγιάδων πού αποτελούν μαρτυρίες γιά τή σχέση κατακτητή καί υπόδουλου της εποχής εκείνης. Αντίθετα σήμερα, ζούμε μία εποχή ψεύδους καί υποκρισίας στήν οποία τό κατεστημένο αλλοιώνει τήν ιστορία καί επομένως τίς συνειδήσεις μας, γιά νά μάς μετατρέψει σέ υπάκουα καί άβουλα όντα. Τά κράτη πού ασκούν επιθετική πολιτική (ΗΠΑ, Βρετανία, Τουρκία) θά επιβάλλουν τίς απόψεις τους εξαγοράζοντας κυρίως εγχώριους εκφραστές της κοινής γνώμης (πολιτικούς, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες) γιά νά ετοιμάσουν τό έδαφος γιά μία νέα εποχή καί μία νέα τάξη πραγμάτων). 


Εν τω μεταξύ, ίσως καί η Παλλάδα Αθηνά, τιμώρησε τούς Ευρωπαίους πού ξεχειμωνιάζαν στήν πόλη της μέ λοιμό. Ο λοιμός αποδεκάτισε τόν στρατό του Ενετού αρχιστράτηγου καί τόν ανάγκασε νά αποχωρήσει από τήν Αττική. Οι έρημοι κάτοικοι της Αθήνας, γιά νά γλυτώσουν τήν οργή του σερασκέρη Ισμαήλ πασά, πού βρισκόταν στή Θήβα, αναγκάστηκαν στίς 5 Απριλίου 1688, νά εγκαταλείψουν τίς πατρογονικές τους εστίες καί νά σκορπίσουν άλλοι στά Ιόνια νησία, άλλοι στίς Κυκλάδες καί άλλοι στήν Σαλαμίνα (Κούλουρη) καί τήν Αίγινα.
Ο Μοροζίνη διαδέχτηκε τόν Ιουστινιάνη πού απεβίωσε στό αξίωμα του δόγη της Γαληνοτάτης καί ο νέος δόγης πλέον, τόν Αύγουστο του 1688, παρουσιάσθηκε μέ νέες ενισχύσεις μπροστά από τό πανίσχυρο κάστρο της Χαλκίδας μέ σκοπό νά τό καταλάβει. Τήν άμυνα της πόλης τήν είχε οργανώσει άριστα, ο Μουσταφά πασάς ο οποίος είχε στή διάθεσή του εκτός των άλλων καί 4500 γενίτσαρους. 

Η Χαλκίδα τελικά άντεξε τήν τρίμηνη πολιορκία των ενωμένων χριστιανικών στρατευμάτων, στά οποία συμμετείχαν μεταξύ άλλων Μαλτέζοι ιππότες, Σλάβοι, Αλβανοί καί φυσικά Ρωμιοί άτακτοι. Ο Ισμαήλ πασάς προμήθευε από τό αντικρινό φρούριο του Καραμπαμπά μέ προμήθειες τούς αμυνομένους οι οποίοι είχαν ως σύμμαχό τους καί τόν λοιμό πού θέριζε τά στρατεύματα του δόγη. Ανάμεσα στίς χιλιάδες απώλειες των πολιορκητών ήταν ο Σουηδός στρατηγός Καίνιξμαρκ πού χάθηκε από τήν πανώλη, ο διοικητής των Αθηναίων Πέτρος Γάσπαρης καί ο οπλαρχηγός των Μανιατών Παύλος Μακρής. 


Αξιοσημείωτη καί μυθιστορηματική είναι η δράση του Μανιάτη πειρατή Λιβέριου Γερακάρη (Λυμπεράκη) τόν οποίο έχουμε αφήσει στίς φυλακές του Ναυστάθμου της Πόλης τό τρομερό Μπάνιο. Ο μεγάλος βεζίρης αποφάσισε τό 1689, νά τόν αποφυλακίσει καί νά τόν αναγορέψει μπέη όλης της Μάνης, ενώ του διέθεσε πέντε χιλιάδες Τούρκους στρατιώτες. Ο Λυμπεράκης ένωσε τίς δυνάμεις του μέ αυτές του σερασκέρη των Θηβών καί κάλεσε όλους τους Ρωμιούς νά παραδοθούν καί νά επανέλθουν στήν σουλτανική κυριαρχία:
"Από εμέ τόν μπέην της Μάνης πρός εσάς ιερείς καί προεστούς, καί όλους τούς Αθηναίους, άμα λάβετε τό παρόν μου πρέπει νά επιστρέψητε εις τάς πατρίδας σας, καθώς πρότερον, καί εγώ ας έχω εις τήν ψυχήν μου ότι κακόν φαντάζεσθε πως θά σας κάμουν οι Τούρκοι. Έχω σουλτανικά διατάγματα, διά των οποίων σας δίδεται αμνηστεία διά τά πραχθέντα. Όστις εισακούσει τούς λόγους μου θέλει απολαύσει της ευνείας μου, όσοι όμως παρακούσουν εις τήν διαταγήν μου, ας ήνε βέβαιοι πως μήτε η Σαλαμίς μήτε η Αίγινα θά τούς διαφυλάξει από τήν δικαίαν μου οργήν."
Πράγματι ο Λυμπεράκης θά αποδεικνύονταν τό ίδιο αδίστακτος μέ τούς Τούρκους στόν πόλεμο εναντίον των συμπατριωτών του. Εισέβαλλε στήν Πελοπόννησο, μέ τούς πασάδες Γιουρούκ καί Αλή, λεηλατώντας καί καίγοντας πόλεις καί χωριά ενώ κατέλαβε τήν Κόρινθο καί τό Άργος. Οταν ήρθαν βενετικές ενισχύσεις από τό νέο αρχιστράτηγο Μοτσενίγο, υποχώρησε πρός τά Μέγαρα. Τό 1692 ο διαβόητος Μανιάτης ένωσε τίς δυνάμεις του μέ τόν Χαλίλ πασά των Ιωαννίνων πού πολιορκούσε τόν Έπαχτο (Ναύπακτο). Η φρουρά όμως της πόλης μέ τό περίφημο κάστρο της υπό τήν διοίκηση του Μάρκου Venieri κατόρθωσε νά αποκρούσει μέ επιτυχία όλες τίς εφόδους. Στή Ρούμελη (Στερεά Ελλάδα) δρούσαν ελεύθερα οι ανυπότακτοι οπλαρχηγοί οι οποίοι είχαν υπό τάς διαταγάς τους εκτός των Ρωμιών καί αρκετούς Σλάβους. Έτσι επικρατούσε αναρχία σέ αυτές τίς περιοχές, αφού οι δόλιοι κάτοικοι ήταν αναγκασμένοι νά πληρώνουν φόρους τόσο στούς Τούρκους όσο καί στούς αρματωλούς. Ο Λυμπεράκης προσπάθησε νά τούς προσελκύσει νά συνεργαστούν μαζί του αλλά αυτοί απέκρουσαν τίς προτάσεις του. Εξοργισμένος τότε ο πειρατής επιτέθηκε στά Σάλονα μέ μεγάλες δυνάμεις. Οι οπλαρχηγοί όμως Κούρμας, Μεϊτάνης, Σπαθόγιαννος καί Λουδουρέκας τόν έτρεψαν σέ άτακτη φυγή μέχρι τό Καρπενήσι, όπου διατηρούσε τό στρατηγείο του.
Στή μάχη των Σαλώνων τραυματίστηκε θανάσιμα ο επίσκοπος Φιλόθεος καί ο ιστορικός Σάθας μας διασώζει τήν διαθήκη πού έγραψε ετοιμοθάνατος στόν αδελφό του καί αξίζει νά παραθέσουμε ένα απόσπασμα γιά νά φανεί τό άσβεστο φρόνημα των Ελλήνων καθ' όλη τή διάρκεια της τουκρικής κατοχής καθώς καί ο διακαής πόθος γιά ανεξαρτησία:
"Σάν αληθινός χριστιανός χρήζοντας ήμαι έτοιμος νά παρουσιασθώ εις τό τρομερόν καί φρικτό του Θεού κριτήριον. Συγχωράω πάσα άνθρωπον πού μέ έβλαψε, καί ζητάω από ούλα τά αδέρφια μου τούς χριστιανούς συγχώρεσι σέ ότι τούς επίκρανα καί εζημίωσα.... Καί άν δώση ο πανάγαθος καί πανοικτίρμονας Θεός καί καπιτάρη καί ελευθερωθή τό δυστυχισμένο γένος μας από τόν τρομερό καί αντίχριστο καί απάνθρωπο καί ανελεήμονον Αγαρηνόν νά ξεθάψη τά κόκκαλά μου καί νά τά θάψη μαζή καί κοντά στά κόκκαλα των γονιών μας εις τήν εκκλησιά της πατρίδος μας, καί τό ξαναλέγω, σάν ελευθερωθή καί όχι τώρα πού είμαστε σκλάβοι....."
Τελικά οι Βενετοί, χρησιμοποιώντας έναν παληό σύντροφο του Λυμπεράκη, τόν λοχαγό Ιωάννη Λάμπη, μέ τόν οποίο είχαν βρεθεί παλαιότερα σιδεροδέσμιοι κωπηλάτες στά τούρκικα κάτεργα, κατόρθωσαν νά τόν αποσπάσουν από τόν σερασκέρη, ο οποίος μάλιστα προσπάθησε νά τόν δηλητηριάσει, καί νά τόν ξαναθέσουν στήν υπηρεσία τους. Ο Λυμπεράκης χρίσθηκε ιππότης του Αγίου Μάρκου καί διορίσθηκε τοπάρχης της Ρούμελης. Οταν όμως λεηλάτησε τήν Αρτα τό 1698, οι κάτοικοι της Αρτας παραπονέθηκαν στήν Γερουσία της Δημοκρατίας, μέ αποτέλεσμα νά συλληφθεί ο Γερακάρης, νά φυλακισθεί στήν Ιταλία καί νά πεθάνει λησμονημένος από όλους. 


Εμφάνιση της Ρωσσίας στό ευρωπαϊκό προσκήνιο

"Ακόμα τούτην άνοιξη ραγιάδες, ραγιάδες,
Τούτο τό καλοκαίρι, καϋμένη Ρούμελη.
Όσο νάρθη ο Μόσκοβος, ραγιάδες, ραγιάδες,
νά φέρη τό σεφέρι, Μωρηά καί Ρούμελη"

Οι διαδοχικές ήττες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στά βόρεια σύνορά της, τήν ανάγκασαν νά υπογράψει, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, στίς οποίες συμμετείχε καί ο δραγουμάνος της Πύλης Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, τήν ταπεινωτική συνθήκη του Κάρλοβιτς (1699). Από αυτή τή συνθήκη προέκυψαν νέες δυνάμεις στόν ευρωπαϊκό χώρο μέ ηγεμονικές τάσεις, όπως ήταν η Αυστρία καί κυρίως η Ρωσσία του Μεγάλου Πέτρου. Ήδη από τό 1687, οι ηγεμόνες της Μολδαβίας καί της Βλαχίας, καθώς καί κάποιοι τοπικοί εκκλησιαστικοί ηγέτες άρχισαν νά έρχονται σέ επαφή μέ τόν τσάρο της Ρωσσίας σέ μία προσπάθεια νά βρούν ένα νέο δυνατό παράγοντα, πού θά θρέψει τίς ελπίδες τους γιά εθνική αποκατάσταση.
Καί ο τσάρος, πού θεωρούσε τόν εαυτό του συνεχιστή της βυζαντινής παράδοσης καί διάδοχο των τελευταίων αυτοκρατόρων της βυζαντινής αυτοκρατορίας, προσπάθησε νά προσεγγίσει τούς Ρωμηούς, καί νά τούς επιδείξει αδελφική αλληλεγγύη. Ο Μέγας Πέτρος εικονίζονταν σέ εικόνα η οποία έφερε τήν εξής επιγραφή: "Πέτρος Πρώτος Ρωσσο-Γραικών Αυτοκράτωρ", ενώ στήν μητρόπολη της Μόσχας βρίσκοταν λάβαρο στό οποίο αναγράφονταν η φράση του Μεγάλου Κωνσταντίνου "Εν τούτω Νίκα".
Ο απλός λαός στά όνειρά του γιά ελευθερία αντικατέστησε τή Βενετία, η οποία τόν είχε απογοητεύσει επανειλημμένα, μέ τή ομόδοξο Ρωσία. Οι θρύλοι πού κυριαρχούσαν εκείνη τήν εποχή μιλούσαν γιά τό "ξανθό γένος" πού θά λύτρωνε τούς Γραικούς από τόν Οσμανικό ζυγό.
Ο Μόσκοβος βέβαια, εκμεταλευόμενος τήν απόγνωση της Ρωμιοσύνης, είχε στό νού του νά βρεί διέξοδο στήν Άσπρη Θάλασσα (Αιγαίο) γιά νά διεξάγει τό εμπόριο του, δεδομένου ότι η Βόρειος Θάλασσα ήταν απροσπέλαστη τούς χειμερινούς μήνες.
Η Αγγλία πού άρχισε νά αναδύεται σάν υπερδύναμη τόν 18ο αιώνα, θά αποτελούσε εμπόδιο γιά τήν κάθοδο της Ρωσσίας νοτιότερα, καί έκτοτε μέχρι σήμερα πεισματικά θά υπερασπίζεται τήν Τουρκία, γιά νά τήν χρησιμοποιεί σάν ανάχωμα, στήν προσπάθεια της Ρωσσίας νά ελέγξει τόν Ελλήσποντο. Πολλές φορές θά έφταναν, αργότερα, τά τσαρικά στρατεύματα στά περίχωρα της Κωνσταντινούπολης, γιά νά βρούν μπροστά τους τόν ανίκητο βρετανικό στόλο καί νά υποχωρήσουν. 


Οι Οθωμανοί, ταπεινωμένοι από τίς απώλειες εδαφών, αφυπνίστηκαν καί εκμεταλευόμενοι τή σύγκρουση του Μεγάλου Πέτρου μέ τό Σουηδό βασιλιά, του κύρηξαν τόν πόλεμο καί τόν ανάγκασαν στήν ταπεινωτική συνθήκη της Αδριανουπόλεως (27 Ιουνίου 1713). Ο οθωμανικός θρίαμβος στόν Προύθο, όπου ο μεγάλος βεζίρης Μπαλτατζή πασάς κατετρόπωσε 38000 Ρώσους στρατιώτες, θά άνοιγε τόν δρόμο σέ εξελίξεις ευνοϊκές γιά τούς Τούρκους καί τήν οριστική έξωση των Ιταλών από τίς κτήσεις τους στό "Levante" (Ρωμανία). 


Επάνοδος των Τούρκων στό Μωρέα (1715)

Ο τουρκικός θρίαμβος στόν Προύθο προκάλεσε, όπως ήταν φυσικό την πλήρη επικράτηση στην Κωνσταντινούπολη του φιλοπόλεμου πνεύματος, αλλά και έναν ασυνήθιστο πολεμικό οργασμό. Αρχισαν νά πραγματοποιούνται νέες στρατολογίες καί νά κατασκευάζονται σύγχρονα ιστιοφόρα. Η αφορμή δέν άργησε νά δοθεί όταν τουρκικό εμπορικό πλοίο αιχμαλωτίσθηκε από Ιταλούς κουρσάρους, δίνοντας τό έναυσμα γιά τόν πόλεμο πού θά άρχιζε τό καλοκαίρι του 1715, μέ τήν έξοδο του οθωμανικού στόλου στό Αιγαίο. Το ελληνικό στοιχείο, διαβλέποντας τήν συντριβή των Ιταλών, πού δέν είχαν ενδιαφερθεί γιά τήν άμυνα των οχυρωμένων πόλεων πού είχαν υπό τήν κατοχή τους, συνεργάστηκε μέ τούς Οθωμανούς. Εξάλλου οι Βενετοί πάντοτε τούς άφηναν στό έλεος του σουλτάνου, όταν υπέγραφαν συνθήκες ειρήνης μαζί του καί αυτό ήταν κάτι πού ο Γραικός δέν τό ξεχνούσε.


Ο καπουδάν πασάς Τζανούμ Κότζα υπέταξε σέ μία μέρα τήν Τήνο (5 Ιουνίου 1715), τερματίζοντας μία περίοδο τριών αιώνων βενετικής κυριαρχίας στό νησί καί συνέχισε τήν πορεία του πρός τήν Πελοπόννησο.
Τήν ίδια ώρα χερσαίες δυνάμεις εκατό χιλιάδων ανδρών, υπό τήν αρχηγία του μεγάλου βεζίρη Αλή Κιουμουρτζή, κινήθηκαν από τήν Θεσαλονίκη καί τήν Λάρισα καί πέρασαν ανεμπόδιστα από τόν Ισθμό της Κορίνθου. Τό φρούριο στόν Ακροκόρινθο παραδόθηκε από τό Βενετό φρούραρχο Ιάκωβο Minotto στόν βεηλερβέη Τοπάλ Οσμάν, σέ δύο μόλις εβδομάδες. Επακολούθησαν σφαγές των Κορίνθιων από τούς σπαχήδες, τίς οποίες διασώζει τό παρακάτω ποίημα:

"Στόν ουρανόν ακούονταν τό θρήνος πού φωνάζαν,
οι Τούρκοι σάν τά πρόβατα 'πού τούς διαμοιράζαν
άλλοι εις τήν Ανατολήν, καί άλλοι νά πάν' στή Δύσι,
καί έκλαιαν τά μάτια τους 'σάν η κατάκρυα βρύσι
καί από τά δάκρυα οπώχυναν εγίνονταν ποτάμια.
Έπρεπε νά τρέμη η γή, νά κλαίσι τά λιθάρια,
πώς αποκεφαλίζασι τά άξια παλληκάρια"

Εντρομοι οι κάτοικοι της Αίγινας μετά τήν πτώση της Κορίνθου, κάλεσαν τόν καπιτάν πασά νά τούς "απελευθερώσει" από τήν τυραννία των Ενετών.
Στίς 12 Ιουλίου, άρχισε η πολιορκία της πρωτεύουσας των Βενετών στό Μωρέα, της επονομαζόμενης Napoli di Romania, δηλαδή του Ναυπλίου. Παρόλο πού οι Βενετοί είχαν κατασκευάσει τό σπουδαίο φρουριακό σύμπλεγμα στό Παλαμήδι καί είχαν οχυρώσει τό νησάκι του Αγίου Θεοδώρου (Μπούρτζι), τό Ναύπλιο έπεσε σέ μία εβδομάδα. Αποφασιστικό ρόλο έπαιξε καί η προδοσία του Γάλλου συνταγματάρχη La Salle, πού κάρφωσε τά πυροβόλα των αμυνομένων. Παρόλο πού ο Βενετός προβλεπτής Ιερώνυμος Bon, ύψωσε λευκή σημαία, οι ορδές των γενιτσάρων ξεχύθηκαν στήν πόλη σφάζοντας, βιάζοντας καί εξανδραποδίζοντας χιλιάδες αμάχους Ιταλούς καί Έλληνες.
Εντός του έτους 1715, είχαν καταληφθεί όλα τά φρούρια στήν Πελοπόννησο, συμπεριλαμβανομένων καί αυτών της Μεθώνης, της Κορώνης, του Ναβαρίνου καί της Μονεμβασιάς στήν οποία αν καί παραδόθηκαν οι αμυνόμενοι, κατασφάχτηκαν όλοι οι Βενετοί, ενώ οι Ρωμηοί στάλθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη, γιά νά πουληθούν σάν σκλάβοι. 


Τό επόμενο έτος (1716) οι Τούρκοι προσπάθησαν νά ολοκληρώσουν τό έργο τους καί στό Ιόνιο πέλαγος. Η Λευκάδα καταλήφθηκε εύκολα, όταν 1500 Τούρκοι, οδηγούμενοι από τόν διοικητή της Ναυπακτίας, πέρασαν από τή στενή γέφυρα καί αιφνιδίασαν τή βενετική φρουρά. Ο επόμενος στόχος ήταν η Κέρκυρα, τήν οποία ο σουλτάνος ήθελε διακαώς, καθώς διέθετε ένα πανίσχυρο κάστρο μεταξύ των ακτών της Ηπείρου καί της Κάτω Ιταλίας.
Στίς 5 Ιουλίου 1716, ο πανίσχυρος οσμανικός στόλος του Τζανούμ Κότζα, εμφανίσθηκε στίς ακτές της Κέρκυρας, σπείροντας τόν πανικό καί τόν τρόμο στούς κατοίκους της πόλης αλλά κυρίως στούς χωρικούς της υπαίθρου. Οσοι διέθεταν τά μέσα διεκπεραιώνονταν στίς ακτές της Απουλίας γιά νά σωθούν. Ευτυχώς τίς δύσκολες εκείνες ώρες, τήν άμυνα της πρωτεύουσας είχε αναλάβει ο Σάξονας στρατιωτικός κόμης von Schulemburg, συνεργάτης του Ευγένιου της Σαβοΐας, ο οποίος οργάνωσε αριστοτεχνικά τούς λίγους Γερμανούς, Ιταλούς, Σλάβους καί Ρωμιούς μισθοφόρους πού διέθετε. Σέ αυτούς συμπεριλαμβάνονταν οι Ζακυνθινοί Φραγκίσκος Ρώμας, Νικόλαος Καψοκέφαλος καί οι Κερκυραίοι Δημήτριος Στρατηγός καί Νικόλαος Θεοτόκης.
Οι αμυνόμενοι βρέθηκαν σέ δύσκολη θέση, όταν τουρκικές προφυλακές κατέλαβαν τό συνοικισμό Μαντούκι, αλλά τήν κατάσταση έσωσε ο ενωμένος χριστιανικός στόλος από τή Μάλτα, τήν Τοσκάνη, τήν Γένουα, τήν Αγία Εδρα καί τήν Ισπανία, πού έσπευσε σέ βοήθεια, στίς 22 Ιουλίου. Οι έφοδοι των γενιτσάρων πού ακολούθησαν αποκρούστηκαν επιτυχώς από τούς δυναμωμένους πλέον πολιορκημένους. 

Τό τελειωτικό κτύπημα τό έδωσε στόν καπουδάν πασά, ξαφνική κακοκαιρία πού κατέστρεψε πολλά από τά πλοία του καί τόν ανάγκασε νά λύσει τήν πολιορκία. Ο θεοσεβούμενος λαός, όπως ήταν φυσικό, απέδωσε τήν σωτηρία στόν Αγιο Σπυρίδωνα καί γιόρτασε τή νίκη μέ δοξολογίες στίς εκκλησίες.
Η επιτυχία αυτή θά αποτελούσε τό κύκνειο άσμα της γερασμένης Γαληνοτάτης Δημοκρατίας, πού πλησίαζε οριστικά πρός τή δύση της. Τό παιδί της Κωνσταντινούπολης, η Βενετία, βασίλεψε γιά τρείς αιώνες μετά τήν άλωση του 1453 μέ επιτυχία, γράφοντας ωραίες σελίδες ιστορίας καί πολιτισμού.
Ενα άλλο παιδί της πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας, η Μόσχα, θά έπαιρνε τά ηνία της υπερδύναμης, γιά νά τά κρατήσει μέχρι τίς ημέρες μας. 


Η Ελληνική Επανάσταση του 1770 (Ορλωφικά)

Ρωσσία, όταν τήν ανέλαβε ο τσάρεβιτς Πέτρος ήταν χώρα φτωχή, αραιοκατοικημένη, υποανάπτυκτη μέ μηδενικές γνώσεις γύρω από τή ναυσιπλοΐα. Η μόνη διέξοδος πρός τή Δύση ήταν τό λιμάνι του Αρχαγγέλου στή Βαλτική θάλασσα, πού ήταν παγωμένο τό μισό χρόνο. Σέ σχέση μέ τίς άλλες ευρωπαϊκές χώρες η Ρωσσία ήταν ασθενής καί δέν είχε κανένα σπουδαίο ρόλο στίς διεθνείς εξελίξεις. Οταν ο Μέγας Πέτρος πέθανε τό 1725, η χώρα του πλέον είχε ανέβει στό διεθνές προσκήνιο, ήταν οικονομικά αναπτυγμένη καί υπολογίσιμη στίς αυλές της Δύσης καί της Ανατολής. Ανάμεσα στίς πολλές επιτυχίες του μεγαλύτερου, ίσως ηγέτη της Ρωσσίας, ήταν καί η ανάμειξή του στά θέματα πού αφορούσαν τήν προστασία των ορθόδοξων υπηκόων του σουλτάνου καί τήν ελεύθερη άσκηση της πίστεώς τους. Από τό 1700, οι Ρώσσοι απέκτησαν τό δικαίωμα της επίσημης αντιπροσωπεύσεώς τους στήν "Υψηλή Πύλη", ενώ οι διπλωματικές αντιπροσωπείες τους στήν οθωμανική επικράτεια καί στήν Ευρώπη πολλαπλασιάστηκαν. Ο Ρώσσος πρεσβευτής στήν Πόλη Πέτρος Τολστόι, χρησιμοποίησε πλήθος πρακτόρων γιά νά έρθει σέ επαφή μέ Ελληνες καί Σλάβους καί νά ενημερώνεται γιά τά εσωτερικά του οθωμανικού κράτους. Πολλούς από τούς πράκτορες αυτούς, τούς χρησιμοποίησε γιά τήν επάνδρωση του ρωσικού στόλου, ενώ ένας από τούς οργανωτές του στόλου της Βαλτικής υπήρξε ο Ελληνας Μπότσης. 


Ο επόμενος αντάξιος διάδοχος του Μεγάλου Πέτρου ήταν ή έκφυλη αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β' (1762-1796), η οποία συνέδεσε τό όνομά της μέ μία ολόκληρη εποχή. Η προσπάθεια της Ρωσίας νά προσαρτήση τά βόρεια παράλια του Ευξείνου Πόντου καί νά εκβιάσει τήν ελεύθερη δίοδο πρός τό Αρχιπέλαγος (Αιγαίο πέλαγος), τήν μετέτρεψαν στήν σοβαρώτερη απειλή γιά τό οσμανικό κράτος. Η Αικατερίνη έτρεφε καί αυτή αριστοτεχνικά τίς ελπίδες του Ρωμιών γιά τήν απελευθέρωση του Γένους από τήν οσμανική τυραννία. Πλήθος Ελλήνων μεταναστών συνέρρεε στίς νότιες επαρχίες του ρωσικού κράτους, ιδρύοντας παροικίες οι οποίες θά γνώριζαν μεγάλη οικονομική άνθηση καί θά καλλιεργούσαν τήν ελληνική παιδεία.
Ηδη στήν κατεχόμενη Ρωμανία η δράση των κλεφτών καί των αρματολών βρισκόταν διαρκώς σέ πυρετώδη έξαψη, ενώ καί οι ιερείς έβλεπαν μέ ενθουσιασμό τήν ορθόδοξη Ρωσία νά υποκαθιστά τούς αιρετικούς Λατίνους στά πολιτικά δρώμενα. 

Τήν πρωτοβουλία της εξεγέρσεως των υπόδουλων χριστιανών της βαλκανικής, τήν ανέλαβαν οι τρείς αδελφοί Ορλώφ. Δυστυχώς ο κύριος σκοπός δέν ήταν η απελευθέρωση των ομόδοξων λαών, αλλά η δημιουργία αντιπερισπασμού στούς πολέμους της Αικατερίνης κατά των Τούρκων. Τήν προδοτική αυτή πολιτική θά τήν πλήρωναν λίγο αργότερα, πολύ ακριβά οι Ρωμιοί επαναστάτες. Ο φίλος των τριών Ρώσων αξιωματικών, Γεώργιος Παπάζωλης, από τή Σιάτιστα της Μακεδονίας, ανέλαβε νά προετοιμάσει τό έδαφος της επανάστασης στήν Ελλάδα, μαζί μέ τόν στρατηγό Πέτρο Μελισσηνό καί τόν περίφημο μηχανικό Μαρίνο Χαρβούρη ή Χαρμπούρη από τήν Κεφαλλονιά.
(Μάλιστα ο τελευταίος είχε αναλάβει τό ακατόρθωτο έργο γιά τήν εποχή του, τό οποίο ήταν η μεταφορά ενός γιγαντιαίου βράχου 2000 τόνων, μέ τή βοήθεια ιστιοφόρων, γιά νά στηθεί πάνω του τό άγαλμα του Μεγάλου Πέτρου. Τό κολοσσιαίο αυτό κατόρθωμα αποτέλεσε θρύλο γιά τούς επιστήμονες εκείνης της εποχής σέ ολόκληρη τήν Ευρώπη, ενώ στήν Ελλάδα τό όνομά του είναι άγνωστο καί επισκιασμένο απο τίς τιποτένιες προσωπικότητες της χώρας μας). 


O φλογερός πατριώτης Παπάζωλης μέ άφθονα χρήματα καί δώρα από τήν αυτοκράτειρα της Ρωσίας, πέρασε από τή Βενετία καί τήν Τεργέστη, όπου μύησε στά σχέδιά του πολλούς Έλληνες καί Σλάβους καί κατευθύνθηκε στήν Ηπειρο. Εκεί συναντήθηκε μέ τούς αρματολούς Χρήστο Γρίβα, Σταθά Γεροδήμο, Μπουκουβάλα, Λαχούρη καί τόν δάσκαλο Παναγιώτη Παλαμά από τό Μεσολόγγι. 
Η σπίθα πού περίμεναν οι υπόδουλοι Ρωμιοί άναψε μονομιάς στήν Ήπειρο, τή Θεσσαλία, τή Ρούμελη καί φυσικά τό Μωριά, όπου ήταν ο τελευταίος προορισμός του Μακεδόνα πατριώτη. Τό 1766, ο ρώσος πράκτορας αποβιβάσθηκε στό Οίτυλο όπου συνάντησε τούς Μανιάτες αδελφούς Στέφανο καί Ιωάννη Μαυρομιχάλη. Οι Μαυρομιχαλαίοι όμως γνωρίζοντας τή συνήθεια των μεγάλων δυνάμεων νά μοιράζουν αφειδώς ψευδείς υποσχέσεις, ήταν διστακτικοί καί ανακοίνωσαν ότι αν δέν έβλεπαν ισχυρό ρωσικό στόλο μέ δέκα χιλιάδες άνδρες, δέν θά έκαναν καμμία επαναστατική ενέργεια. Ο Παπάζωλης απογοητευμένος, πήγε στήν Καλαμάτα γιά νά συναντήσει τόν πανίσχυρο προύχοντα Παναγιώτη Μπενάκη (εγγονό του πειρατή Γερακάρη Λιμπεράκη).
Στή συνάντηση πού έγινε στόν μεγάλο πύργο του Μπενάκη, παραβρέθηκαν πολλοί Πελοποννήσιοι πρόκριτοι καί η ατμόσφαιρα ήταν ιδιαιτέρως συγκινητική όταν ακούστηκε από τόν Παπάζωλη ότι "η Αικατερίνα υποστηρίζει τήν ελληνικήν θρησκείαν καί θά καταστρέψει τό τουρκικό έθνος". Τήν στήριξή τους υπέγραψαν οι μητροπολίτες Κορίνθου, Παλαιών Πατρών, Λακεδαιμονίας, ο πρόκριτος Σπάρτης Κρεββατάς, Κορίνθου Γεωργαντάς Νοταράς, ο Παναγιώτης Ζαΐμης, ο Ιωάννης Δεληγιάννης καί άλλοι.
Οι Τούρκοι βέβαια, ήταν ενήμεροι από τούς χαφιέδες τους γιά μυστικές συνάξεις των Ρωμιών καί αποκεφάλισαν προληπτικά ορισμένους υπόπτους μεταξύ των οποίων ήταν ο μητροπολίτης Λακεδαιμονίας Ανανίαςο μέγας διερμηνέας Νικόλαος Σούτσος, ενώ φυλακίσθηκε ο πατριάρχης Μελέτιος Β'. 


Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος κυρήχθηκε τό 1768 καί η Αικατερίνη μέ τόν εραστή της Γρηγόριο Ορλώφ, αποφάσισαν νά στείλουν ρωσικό στόλο, από τή Βαλτική, μέσω Γιβραλτάρ πρός τή Μεσόγειο, γιά νά δημιουργηθεί αναταραχή στά νώτα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Οι Ρώσσοι ήταν ανίδεοι στή ναυτική τέχνη καί είχαν στή διάθεσή τους Έλληνες ναυτικούς, όπως τόν Αντώνιο Ψαρό από τή Μύκονο καί Βρετανούς μέ πρώτο τόν ικανότατο Σκώτο ναύαρχο Elphinstone. Τά πλοία τους ήταν σέ μέτρια κατάσταση καί επέβαιναν μόλις χίλιοι μάχιμοι Ρώσσοι άνδρες, οι οποίοι μέ επικεφαλής τούς αδελφούς Αλέξιο καί Θεόδωρο Ορλώφ έφτασαν στή Μεσόγειο, οδηγώντας γιά πρώτη φορά στήν ιστορία της Ρωσσίας τόν ρωσσικό στόλο μέσα σέ αυτή τή θάλασσα.
Αυτή η στρατηγική κίνηση ενέσπειρε τόν θαυμασμό στήν Ευρώπη καί τόν πανικό στήν Τουρκία. Καί ενώ επικρατούσε σέ ολόκληρο το Γένος επαναστατικός οργασμός καί διαδίδονταν φήμες ότι δεκάδες χιλιάδες ρώσοι στρατιώτες έρχονταν γιά νά πολεμήσουν μέ τούς ομόδοξους Ρωμιούς εναντίον των Οθωμανών, μόλις εμφανίσθηκαν στίς 28 Φεβρουαρίου 1770, τά λιγοστά τσαρικά πλοία στή Μάνη, τόν ενθουσιασμό τόν διαδέχτηκε η απογοήτευση καί τήν ελπίδα η δυσαρέσκεια. Οι αδελφοί Μαυρομιχάλη, εκνευρισμένοι από τό ολιγάριθμο των τσαρικών στρατευμάτων, διαπληκτίστηκαν μέ τόν αλλαζόνα καί εμπαθή Αλέξιο Ορλώφ, όταν ο τελευταίος τούς αντιμετώπισε μέ υποτιμητικό ύφος, καί ήταν απρόθυμοι νά ξεκινήσουν πολεμικές ενέργειες. Ομως οι εξελίξεις πρόλαβαν τίς διαθεσεις των προκρίτων της Μάνης, καθώς οι Τούρκοι, υπό τό κλίμα του πανικού, κατέσφαξαν Μανιάτισσες καί Μανιάτες χωρικούς πού βρίσκονταν σέ εμποροπανήγυρη στήν Πάτρα. Η σφαγή αυτή διέλυσε τίς αντιρρήσεις των αρχηγών καί μέ μία φωνή κύρηξαν τήν επανάσταση κατά των Τούρκων.
Μέ πρόταση του Μπενάκη σχηματίσθηκαν δύο σώματα Ελλήνων μέ πυρήνα λίγους Ρώσους αξιωματικούς καί στρατιώτες. Τό ένα ονομάσθηκε "Δυτική Λεγεών της Σπάρτης" καί τό άλλο "Ανατολική Λεγεών της Σπάρτης". Η πρώτη διοικείτο από τό Ρώσο Δολγορούκοφ καί τόν Γεώργιο Μαυρομιχάλη καί η δεύτερη από τόν λοχαγό Μπάρκωφ, τόν Ψαρό καί τους καπεταναίους Γρηγοράκηδες. Από άποψη εφοδίων η κατάσταση ήταν απογοητευτική, καθώς οι Ρώσσοι δέν είχαν φροντίσει γιά τήν επάρκειά τους. Η Δυτική Λεγεώνα κατέλαβε τόν Μάρτιο του 1770 τήν Καλαμάτα, τό Λεοντάρι καί τήν Αρκαδιά (Κυπαρισσία), στήν οποία οι Έλληνες παρασπόνδησαν καί κατέσφαξαν τούς Τούρκους πού είχαν παραδόσει τά όπλα τους..
Οι Μανιάτες της Ανατολικής Λεγεώνας, ντυμένοι μέ τίς ρωσικές στρατιωτικές στολές, ενέσπειραν τόν τρόμο, μόνο μέ τήν εμφάνισή τους, καθώς οι Τούρκοι υποχωρούσαν φωνάζοντας: "Δέν είναι Ρωμηοί, είναι Μόσκοβοι!". Οι επαναστάτες στίς 19 Μαρτίου 1770, κατέλαβαν τό Μυστρά καί παρασπόνδησαν επίσης, σφάζοντας τούς αμάχους Τούρκους καί Εβραίους καί μόνο όσοι πρόλαβαν καί κατέφυγαν στή μητρόπολη, διεσώθηκαν από τό μητροπολίτη καί τούς ιερείς, οι οποίοι συγκράτησαν μακρυά τούς μαινόμενους Μανιάτες.
Παραθέτω σχετικά αποσπάσματα από τό χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Μπέη, όπως τό έχει μεταφράσει ο μεγαλύτερος σύγχρονος Ελληνας τουρκολόγος καί παραγκωνισμένος από τό νεοταξικό σύστημα, Νεοκλής Σαρρής.

"...ρεαγιάδες καί αμέτρητοι άπιστοι Μανιάτες πολιόρκησαν τήν Αρκαδιά (Arkadya) καί οι κάτοικοι συμφώνησαν καί παρέδωσαν τά όπλα τους. Όμως οι άπιστοι χάλασαν τή συμφωνία παράδοσης καί τούς έκλεισαν όλους σέ ένα μεγάλο σπίτι καί βάζοντάς του φωτιά έκαψαν όσους ήταν μέσα...."

"...μόλις παρέδωσαν τό όπλα οι κάτοικοι του Μυστρά (Mezistre), οι άπιστοι δέν τήρησαν τή συμφωνία παράδοσης καί φόνευσαν μέ μύρια όσα μαρτύρια τους ικανούς γιά πόλεμο καί αιχμαλώτισαν τά παιδιά.... μόνο καμιά πενηνταριά Αρβανίτες κατάφεραν καί τό έσκασαν γιά τήν Τριπολιτσά..."

Η κύρια αποβατική δύναμη των Ρώσων μέ επικεφαλής τούς Ορλώφ, πολιόρκησε τό στρατηγικό λιμάνι της Κορώνης. Οι αμυνόμενοι Τούρκοι στήν αρχή τρομοκρατήθηκαν, όταν όμως διαπίστωσαν τήν ανικανότητα των ρώσων στρατιωτών, αναθάρρησαν καί απέκρουσαν μέ σχετική ευκολία τούς ολιγάριθμους πολιορκητές. Στήν φάση αυτή ήταν πολύ εύκολο νά προβλέψει κανείς τήν προχειρότητα του ρωσικού εγχειρήματος καί τήν αποτυχία της επανάστασης. Ομως οι ραγιάδες στήν υπόλοιπη Ρωμανία ήταν αδύνατο νά συγκρατηθούν. Ο πόθος γιά ελευθερία, ύστερα από 3 αιώνες σκλαβιάς καί ταπείνωσης, ξεπερνούσε τή λογική.
Ο επαναστατικός αναβρασμός απλώθηκε σέ ολόκληρο τό Μοριά καί όχι μόνο. Ο Παλαιών Πατρών Παρθένιος μέ τούς προύχοντες Γκολφίνο Λόντο, Άγγελο Μελετόπουλο καί Ιωάννη Πούλο ύψωσαν τό λάβαρο της επανάστασης. Στήν Κόρινθο όμοιως ο μητροπολίτης Μακάριος, οι Νοταράδες καί οι Γεωργαντάδες κτύπησαν τήν τουρκική φρουρά, ενώ στήν Αργολίδα ξεσηκώθηκαν οι Κρεβατάδες καί στή Γορτυνία οι Δεληγιανναίοι. Η επαναστατική κίνηση μεταδόθηκε στήν Ήπειρο καί στή Ρούμελη, όπου επαναστάτησαν οι κάτοικοι μέ επικεφαλής τόν Σταθά Γεροδήμο καί τόν Μπουκουβάλα στό Βάλτο, τόν Χρίστο Γρίβα στή Βόνιτσα, τόν Γεώργιο Λαχούρη στό Αγγελόκαστρο, τόν Παναγιώτη Παλαμά καί Αναστάσιο Γουλιμή στό Μεσολόγγι, τόν Κωνσταντίνο Σουσμάνη στά Κράββαρα, τόν Κομνηνό Τράκα στήν Παρνασσίδα, τόν Ζιάκα στά Γρεβενά, τόν Μητρομάρα στά Μέγαρα, τόν Μπλαχάβα καί άλλους. Στήν Κρήτη ο Δασκαλογιάννης κύρηξε τήν επανάσταση, ενώ στά νησιά, τά πλοία ύψωσαν τή ρωσική σημαία. Οι Μεταξάδες από τήν Κεφαλλονιά μέ τρείς χιλιάδες επτανήσιους μαχητές αποβιβάστηκαν στήν Πάτρα καί πολιόρκησαν τό φρούριό της. 


Καταστολή της επανάστασης από τούς Τουρκαλβανούς - 1770

Η επανάσταση στό ξεκίνημά της στέφθηκε μέ επιτυχία, αφού οι εμπειροπόλεμοι οπλαρχηγοί σέ Ρούμελη καί Μοριά αντιμετώπισαν μέ ευκολία τούς ντόπιους Τούρκους πού ήταν αγύμναστοι, μαλθακοί καί είχαν αφήσει τά οχυρά τους σέ ελεεινή κατάσταση. Οι επαναστάτες διέπραξαν πολλές αγριότητες εις βάρος των μουσουλμανικών πληθυσμών, γεγονός πού ενίσχυσε τήν αντίσταση καί τό μίσος των Οθωμανών. Ο σουλτάνος έδωσε εντολή νά εισβάλουν από τήν Αλβανία τά εμπειροπόλεμα στίφη των Τουρκαλβανών (Αλβανών μουσουλμάνων) γιά νά καταστείλουν τήν επανάσταση.
Αρχηγοί ορίσθηκαν ο Σουλεϊμάν μπέης καί ο Αχμέτ μπέης οι οποίοι εξουδετέρωσαν τούς οπλαρχηγούς του Βάλτου, της Θεσσαλίας καί των Αγράφων καί προέβησαν σέ αγριότατες σφαγές στίς πόλεις καί τά χωριά πού συναντούσαν.
Σύμφωνα μέ τόν Λαρισαίο ιστορικό της εποχής Κωνσταντίνο Κούμα"Από όλες τίς πόλεις της Ρωμελίας καμμία δέν είδε τραγικωτέρας σκηνάς παρά η Λάρισσα. Ο Αγά πασάς εσύναξε στήν αυλή του τρείς χιλιάδες Τρικκαίους καί επρόσταξεν τόν όλεθρο των αόπλων καί ακάκων τούτων ανθρώπων. Ήρχισεν η κατ'αυτών πυροβόλησις. Όσοι έφευγαν από τήν αυλήν εφονεύοντο εις τούς δρόμους. Εις μίαν ημέραν η πόλις εγεμίσθη νεκρών καί τά ρείθρα του Πηνειού εβάφησαν από τό αίμα των άθλιων Τρικκαλινών. Οι Λαρισσαίοι δέν εδοκίμασαν μετριώτερα. Οι γιανίτσαροι ετουφέκιζαν καθ' εκάστην δέκα χριστιανούς...." 


Οι Αρβανίτες πέρασαν τόν Αχελώο ενώθηκαν μέ τήν τούρκικη φρουρά του Βραχωρίου (Αγρινίου) καί νίκησαν στό Αγγελόκαστρο τούς Γριβαίους (Χρήστο καί Τσέγιο) καί τον Λαχούρη οι οποίοι αντιστάθηκαν μέ 300 παλληκάρια, εναντίον χιλιάδων Τούρκων καί Αλβανών γιά πολλές ώρες καί στό τέλος όταν επιχείρησαν έξοδο, σκοτώθηκαν όλοι εκτός από έξι οι οποίοι κατόρθωσαν νά διαφύγουν. Τά πτώματα των νεκρών έμειναν άταφα καί τά κεφάλια των Γριβαίων καί του Λαχούρη τά περιέφεραν στά γύρω χωριά. Εκτοτε η θέσις όπου έπεσαν οι τριακόσιοι ονομάζεται "των Γριβαίων τά κόκκαλα". Τήν ίδια τύχη είχαν καί οι κάτοικοι του Αιτωλικού, του Μεσολογγίου, ενώ οι Ρώσοι παρακολουθούσαν απαθείς καί ατάραχοι τίς σφαγές. Αυτή τήν κατάσταση τήν έχουμε βιώσει πολλές φορές, καί πρέπει νά καταλάβουμε ότι στά κράτη δέν υπάρχουν φιλίες καί συμμαχίες καί ότι κάνουμε πρέπει νά τό κάνουμε μέ τίς δικές μας καί μόνο μέ τίς δικές μας δυνάμεις. 

Τόν Απρίλιο του 1770, οι Αλβανοί είχαν περάσει τόν Ισθμό καί κατευθύνονταν στήν Τριπολιτσά τήν οποία πολιορκούσαν Ρώσοι καί Ελληνες μέ γενικό διοικητή τόν Μπαρκώφ. Στίς "λεγεώνες" των Μανιατών, οι οποίοι σημειωτέον αρέσκονταν νά αυτοαποκαλούνται Σπαρτιάτες, είχαν προστεθεί τά ένοπλα σώματα των Κολοκοτρωναίων, του Ντάρα, του Θιακού, του Ρούση, του Κόδρα, του Μαντζάρη κ.ά. Οταν όμως εμφανίσθηκαν οι πρώτες δυνάμεις των Αλβανών, οι Τούρκοι πολιορκημένοι έκαναν έξοδο καί κατάφεραν καίριο πλήγμα εναντίον των πολιορκητών στά Τρίκορφα. Γυρίζοντας πίσω στήν Τριπολιτσά, οι Τουρκαλβανοί ξέσπασαν τό μένος τους στούς κατοίκους, σκοτώνοντας περίπου 3000 Ρωμηούς καί τόν αρχιεπίσκοπο Ανθιμο.
Ακριβώς τήν ίδια τύχη είχαν καί οι κάτοικοι των Πατρών, όταν τή νύκτα της Μεγάλης Παρασκευής, καθώς περιέφεραν τόν επιτάφιο, δέχθηκαν επίθεση από τούς Αλβανούς εισβολείς καί από τούς ντόπιους Τούρκους πού ήταν κλεισμένοι στά κάστρα του Ρίου καί της Πάτρας. Στή συνέχεια κατελήφθησαν οι πόλεις της Ηλείας, ενώ όσοι κάτοικοι μπόρεσαν βρήκαν καταφύγιο στή Μάνη καί στά Επτάνησα.
Η επανάσταση κατέρευσε γρήγορα στή βόρεια Πελοπόννησο, ενώ οι Τουρκαλβανοί συνέχισαν τό καταστρεπτικό τους έργο στά Καλάβρυτα, στή Χαλανδρίτσα, στή Δημητσάνα, στή Βοστίτσα (Αίγιο) καί αλλού.
Παραθέτω απόσπασμα από τήν αφήγηση του Τούρκου Μωραΐτη Σουλεϊμάν Πενάχ εφέντη, σχετικά μέ τήν άλωση των Καλαβρύτων"Στό ένα κέρας των δυνάμεων διορίστηκε ο Αρβανίτης Τσαπάρ Σουλεϋμάν καί στό άλλο ο τρομερός Πάπολης (Παπούλιας). Καί η πλευρά του Τσαπάρ αργότερα ήρθε στήν άλλη πλευρά πού ήταν διορισμένος ο Πάπολης καί κατέλαβε όλο τόν καζά (επαρχία) καί έδωσε στούς ρεαγιάδες (κτήνη) ράη (προσκύνημα) καί καλοπιάσματα καί έσφαξε όλη τή φρουρά καί αποκατέστησε τήν τάξη στόν καζά αυτόν."
Στήν παρακάτω στήλη διαβάζουμε γιά τά διαδραματισθέντα στήν Τρίπολη όπως τά έζησε ο αυτόπτης μάρτυρας Αντώνιος Πετρίδης.
"... οι δέ νικήσαντες (Τουρκαλβανοί) καί θυμού εμπλησθέντες πολλούς ή μάλλον ειπείν πάντας τούς εκεί χριστιανούς ανείλον μαχαίρα. Από τούς οποίους ιδού φανερώνω καί τούς συγγενείς μου, πρώτον τόν πατέραν μου, τόν αδελφό του, καί θείον μου Οικονόμον, τόν αδελφό μου Κωνσταντίνον, τόν θείο μου Παρασκευά Ρογάρην καί επιλοίπους. Τόση άδικος σφαγή έγινεν εις αυτήν τήν δύστηνον χώραν, ώστε οπού αι οικίαι καί δρόμοι εγέμισαν αίμα... εκκλησίαι, μοναστήρια καί σχολεία κατεσκάφθησαν καί ηφανίσθησαν, άπειρα πλήθη αθλίων χριστιανών δορυάλωτοι καί αιχμάλωτοι γενόμενοι καί εις τά πέρατα της οικουμένης διασπαρέντες αγεληδόν ως άλογα ζώα απεμπωλούντο..."
Οι στρατιωτικές αποτυχίες των αδελφών Ορλώφ στα φρούρια της Κορώνης καί της Μεθώνης, συνοδεύτηκαν από τήν κάθοδο στη Μεσσηνία καί τή Λακωνία του Χατζή Οσμάν μπέη μέ δεκαέξι χιλιάδες άνδρες, οι οποίοι καταλάμβαναν τήν μία πόλη μετά τήν άλλη, παραδίδοντάς τις στή φωτιά καί τή στάχτη.
"Οι Τουρκαλβανοί κατακλύσαντες τάς Πελοποννησιακάς πεδιάδας υπό τόν Χατζή Οσμάν πασάν κατέστειλον πανταχού τήν επανάστασιν διά πυρός καί σιδήρου. Οι δειλοί Ρώσοι, οίτινες έως τότε επηγγέλοντο τούς ελευθερωτάς, όχι μόνο έλυσαν τήν πολιορκίαν των φρουρίων καί εξεκένωσαν αμαχητί τήν Πύλον, αλλά εγκατέλιπον κατά τόν πλέον ανήθικον τρόπον εις τήν μάχαιραν των Τούρκων τους δυστυχείς Ελληνικούς πληθυσμούς. Εις μάτην ούτοι εζήτουν άσυλον εις τά ρωσικά πλοία, από των οποίων παρετήρουν μετ'απάθειας τήν σφαγήν των γυναικοπαίδων εις τήν παραλίαν..." (Βλέπουμε από τήν αφήγηση του Μανιάτη ιστορικού Δασκαλάκη, πως η ιστορία επαναλαμβάνεται, καθώς τά ίδια ακριβώς γεγονότα θά παρατηρούσαν οι σύμμαχοί μας Αγγλοι καί Γάλλοι στήν προκυμαία της Σμύρνης, εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα).


Οι μόνοι πού πολέμησαν μέ επιτυχία ήταν οι εμπειροπόλεμοι Μανιάτες, οι οποίοι οχυρώθηκαν στόν Αλμυρό καί περίμεναν τήν άφιξη του εχθρού πού είχε αναλάβει νά καθυστερήσει ο Ιωάννης Μαυρομιχάλης. Ο Μαυρομιχάλης μέ αποδεκατισμένο τό στράτευμά του, κλείσθηκε μέ 23 άλλους συντρόφους του στόν "Μελίπυργο" καί αγωνίσθηκε γιά δύο μερόνυκτα εναντίον χιλιάδων Τουρκαλβανών. Καί οι 24 Μανιάτες σκοτώθηκαν, μέ τελευταίο τόν αρχηγό τους καί τόν γιό του, δίνοντας έτσι πολύτιμο χρόνο στούς συμπατριώτες τους νά οργανώσουν τήν άμυνά τους.
Στή συνέχεια ο Τούρκος πασάς στρατοπέδευσε στόν Αλμυρό καί σίγουρος γιά τή νίκη του οργάνωνε τά σχέδιά του. Οι Μανιάτες όμως, κατά τήν διάρκεια της νύκτας, ανδρες καί γυναίκες, αιφνιδίασαν τόν εχθρό, εξολοθρεύοντας χίλιους περίπου Τουρκαλβανούς καί παίρνοντας έτσι εκδίκηση γιά τό χαμό του αγαπημένου τους καπετάνιου.
Τόν Μάϊο του 1770, ο Χατζή Οσμάν επανήλθε από τά ανατολικά της Μάνης καί κατέλαβε τό Γύθειο, ενώ στόν πύργο των Καλκανδήδων, συνάντησε ισχυρή αντίσταση από τούς εβδομήντα συγγενείς καί φίλους της οικογένειας, τούς οποίους καί εξολόθρευσε μέχρι ενός. Η επόμενη σύγκρουση έγινε στό Σκουτάρι όπου τρείς χιλιάδες Μανιάτες, πάλι μέσα στή νύκτα, επιτέθηκαν στό οθωμανικό στρατόπεδο μέ γυμνά σπαθιά καί αποδεκάτισαν τούς Τούρκους, οι οποίοι έχασαν παραπάνω από τούς μισούς άνδρες, μεταξύ των οποίων καί τόν αρχηγό τους Χατζή Οσμάν. 


Η ναυμαχία του Τσεσμέ

Ο τουρκικός στόλος υπό τήν ηγεσία του καπουδάν πασά Ιμπραήμ Χοζαμεδδίν, πού αναμένονταν από τόν βαλή του Μωρηά μέ μεγάλη ανυπομονησία, κατέπλευσε στό Ναύπλιο στίς 20 Μαΐου 1770, τήν ημέρα πού έφθανε στή Μάνη η δεύτερη ρωσική μοίρα μέ αρχηγό τόν Elphinstone. Ο τολμηρός Σκωτσέζος από τήν πρώτη στιγμή της άφιξής του, προσπάθησε νά έρθει σέ επαφή μέ τόν αντίπαλο γιά νά αναμετρηθούν, αλλά ο δειλός πασάς εγκατέλειψε το Ναύπλιο καί περιφερόταν στό Αιγαίο. Οταν ο ρωσικός στόλος στόν οποίο επέβαιναν επίσης ο Αλέξιος Ορλώφ καί ο Σπυριδώφ αγκυροβόλησε στά Ψαρά, έγινε γνωστό ότι ο τουρκικός στόλος έπλεε στήν θαλάσσια περιοχή μεταξύ Χίου καί Τσεσμέ. Μάλιστα ο καπουδάν πασάς βρισκόταν στή στεριά καί τήν αρχηγία του στόλου τήν είχε αναλάβει ο γενναίος αντιναύαρχος Τσεζαϊρλή Μαντάλογλου Χασάν μπέης, ο οποίος είχε παρατάξει τίς ανώτερες δυνάμεις του σέ σχήμα μισοφέγγαρου έξω από τό λιμάνι του Τσεσμέ.
Η ναυμαχία ξεκίνησε τό πρωΐ της 5ης Ιουλίου καί ο αγώνας διεξήχθηκε μέ γενναιότητα καί φανατισμό καί από τούς δύο αντιπάλους. Η κρισιμότερη στιγμή ήταν όταν συγκρούσθηκαν μεταξύ τους οι δύο εχθρικές ναυαρχίδες καί η μάχη γινόταν σώμα μέ σώμα μέσα στούς καπνούς καί τή φωτιά καί όπως περιγράφει ο Σάθας ήταν τόση η αναταραχή πού "οι Ρώσοι έσφαζον Ρώσους καί οι Τούρκοι τούς Τούρκους". Μάλιστα ο τελευταίος πού έμεινε νά πολεμάει ήταν ο Τούρκος αντιναύαρχος, μέχρι πού βούτηξε μισοπεθαμένος στή θάλασσα γιά νά σωθεί.
Τελικά ο τουρκικός στόλος κατέφυγε στό λιμάνι του Τσεσμέ γιά νά βρεθεί υπό τήν προστασία των πυροβολείων της ξηράς. 

Τήν επόμενη νύκτα εισήλθαν κρυφά στόν κόλπο του Τσεσμέ τέσσαρα ελληνικά πλοιάρια πού είχαν μετατραπεί σέ πυρπολικά (μπουρλότα), μέ κυβερνήτες Αγγλους καί Ρώσους αξιωματικούς. Καθώς τινάχθηκαν στόν αέρα τά πυρπολικά μετέδοσαν τή φωτιά στά εχθρικά πλοία πού ήταν δεμένα τό ένα κοντά στό άλλο, καί στή συνέχεια η φωτιά συνέχισε τό καταστρεπτικό της έργο. Οι πυριτιδαποθήκες των πλοίων ανατινάσσονταν η μία μετά τήν άλλη σκορπίζοντας τόν όλεθρο όχι μόνο στά πλοία, αλλά καί σέ ολόκληρη τήν πόλη του Τσεσμέ.
Οι Χιώτες, οι Ψαριανοί και οι Σμυρνιοί, όλη τή διάρκεια της νύκτας καί μέχρι τά ξημερώματα παρακολουθούσαν τίς εικόνες της καταστροφής. Η θάλασσα γέμισε συντρίμια καί ακρωτηριασμένα πτώματα. Η καταστροφή του τουρκικού στόλου υπήρξε ολοσχερής. Τό φρούριο καί η κωμόπολη του Τσεσμέ εγκαταλείφθηκαν από τους κατοίκους καί τήν φρουρά, οι οποίοι κατέφυγαν στή Σμύρνη καί ξέσπασαν τήν εκδίκησή τους κατασφάζοντας παραπάνω από χίλιους Ρωμηούς, αφού οι χειριστές των πυρπολικών κυρίως ήταν Ελληνες. Δυστυχώς οι Ρώσοι δέν άκουσαν τόν Elphinstone ο οποίος επέμενε νά περάσουν τόν ανοχύρωτο Ελλήσποντο (Δαρδανέλλια) καί νά εισέλθουν στόν Βόσπορο αιφνιδιάζοντας έτσι τούς ανυποψίαστους Οθωμανούς. Ούτως ή άλλως η νίκη αυτή θεωρήθηκε ως η μεγαλύτερη νίκη μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, ακριβώς διακόσια χρόνια νωρίτερα, καί τό γόητρο της Αικατερίνης Β' ανέβηκε πολύ ψηλά σέ ολόκληρη τήν Ευρώπη.

Συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) καί εκδίωξη των Αλβανών από τήν   Πελοπόννησο

Η επανάσταση του 1770, πού έμεινε γνωστή ως "Ορλωφικά", είχε πλήρη αποτυχία στήν ξηρά, όπου δεινοπάθησαν οι πληθυσμοί από τίς θηριωδίες των Τουρκαλβανών. Σημαντικός αριθμός Ηπειρωτών καί Μακεδόνων εξισλαμίσθηκαν ενώ η καμμένη γή, οι κατεστραμμένες πόλεις καί οι βαρυχειμωνιές οδήγησαν σέ εξαθλίωση τούς ραγιάδες.
Τριάντα χιλιάδες Πελοποννήσιοι μετανάστευσαν στά Επτάνησα καί στήν Μικρά Ασία, ενώ άλλοι τόσοι, πού είχαν πιασθεί αιχμάλωτοι, κατέληξαν στά σκλαβοπάζαρα της Μπαρμπαριάς.
Αντίθετα, η επανάσταση είχε μεγάλη επιτυχία στό Αιγαίο, όπου καταστράφηκε ολοκληρωτικά ο τουρκικός στόλος καί η Ασπρη Θάλασσα έμεινε ύπο τόν έλεγχο του ρωσικού στόλου μέχρι τό 1774.
Γενικός επίτροπος των κατεχομένων νησιών ορίσθηκε ο Αντώνιος Ψαρρός. Ωστόσο εκείνα τά χρόνια Ψαριανοί, Σφακιανοί καί Μανιάτες πειρατές δρούσαν ανενόχλητοι από τήν τουρκική αρμάδα, καί εξοπλισμένοι μέ ρωσικά κανόνια λεηλατούσαν πόλεις καί χωριά στά νησιά καί στά παράλια της Μικράς Ασίας, χωρίς πολλές φορές νά κάνουν διάκριση ανάμεσα σέ χριστιανούς καί μουσουλμάνους. Τά πληρώματα των πειρατικών ασκήθηκαν στίς καταδρομές, ανέπτυξαν τή ναυτική τους επιδεξιότητα καί έγιναν ικανά νά μάχωνται στή θάλασσα. Βλέποντας μάλιστα τήν αδυναμία του τουρκικού στόλου νά ανταπεξέλθει εναντίον τους, οι Γραικοί πειρατές απεκτησαν θάρρος καί επιθετικό πνεύμα, τό οποίο θά τούς ωφελούσε πενήντα χρόνια αργότερα. 


Ο πόλεμος μεταξύ Ρωσίας καί Τουρκίας τερματίσθηκε μέ τήν υπογραφή της συνθήκης ειρήνης Κιουτσούκ Καϊναρτζή στίς 21 Ιουλίου 1774, από τήν οποία βγήκε κερδισμένη η Ρωσία αφού απέκτησε, αφ'ενός τήν κυριαρχία των βορείων ακτών του Ευξείνου Πόντου καί αφ'ετέρου πολιτική επιρροή στίς παραδουνάβιες επαρχίες της Βλαχίας καί της Μολδαβίας. Ομως ορισμένα άρθρα της συνθήκης αποδείχθησαν ευεργετικά γιά τούς ορθόδοξους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Σημαντικότερα άρθρα ήταν αυτά πού προέβλεπαν τήν ελεύθερη ναυσιπλοΐα στήν Μεσόγειο όσων πλοίων έφεραν τήν ρωσική σημαία, αυτά πού απαιτούσαν τόν πλήρη σεβασμό της θρησκευτικής ελευθερίας καί τήν προστασία των εκκλησιών των Ρωμηών καί αυτά πού χορηγούσαν αμνηστία σέ όσους πήραν μέρος στόν πόλεμο καί βρίσκονταν στά κάτεργα ή στήν εξορία. Επακόλουθο της συνθήκης Κιουτσούκ Καϊναρτζή ήταν η δημιουργία ισχυρών εμπορικών στόλων από τήν Ύδρα, τίς Σπέτσες, τά Ψαρά, τήν Κάσο, τό Γαλαξίδι. Οι στόλοι αυτοί μέ τό πρόσχημα της αντιμετώπισης της πειρατείας εκ μέρους των Αλγερινών πειρατών, θά εξοπλίζονταν μέ κανόνια καί θά αποτελούσαν στά χρόνια της επανάστασης του 1821, τό φόβητρο του οθωμανικού πολεμικού ναυτικού.
Επίσης, η ρωσική διπλωματία εξασφάλισε τό δικαίωμα παρέμβασης στά εσωτερικά της Τουρκίας καί άνοιγε τό δρόμο καί σέ άλλα ευρωπαϊκά κράτη νά παρεμβαίνουν σέ ζητήματα των χριστιανών υπηκόων του σουλτάνου, κάτι πού θά βοηθούσε στήν μελλοντική αποσύνθεση του οθωμανικού κράτους. 


Γιά εννέα χρόνια (1770-1779) οι Αλβανοί διέπρατταν φρικαλεότητες καί καταλήστευαν τόσο τούς χριστιανούς όσο καί τούς μουσουλμάνους του Μωρηά. Ο σουλτάνος λοιπόν πήρε τήν απόφαση νά απαλλάξει τόν τόπο από αυτή τή μάστιγα καί αποφάσισε νά στείλει τό ναύαρχο Χασάν Τζεζαερλή, τόν ήρωα του Τσεσμέ, μέ τριάντα χιλιάδες άνδρες γιά νά επαναφέρει τήν τάξη. Ο καπουδάν πασάς μάλιστα συνοδεύονταν από τόν Μεγάλο Διερμηνέα της Πύλης Νικόλαο Μαυρογένη, ο οποίος επηρέαζε τόν πασά ώστε νά διάκειται ευνοϊκά πρός τούς ραγιάδες, όπως συνέβη στούς νησιώτες αλλά καί στούς κλέφτες τούς οποίους καί αμνήστευσε. Μάλιστα χάρις στίς φροντίδες του Μαυρογένους, οι Μανιάτες ήταν οι μόνοι πού είχαν Ρωμιό μπέη γιά τήν συλλογή καί απόδοση των φόρων πρός τήν Υψηλή Πύλη.
Τήν αφήγηση γιά τόν αφανισμό των Αλβανών από τόν Τζεζαερλή πασά τήν αφήνω στό Γέρο του Μωρηά, ο οποίος αφηγείται καί τόν αφανισμό της οικογένειάς του από τόν εν λόγω πασά. Στην συνέχεια, παραθέτω διευκρινήσεις γιά τήν πλήρη κατανόηση του κειμένου: 

«.... Εις τους 79 ήλθεν ο Καπετάμπεης μέ τόν Μαυρογένην, καί ερχόμενος ερηξεν εις τους Μύλους καί Ανάπλι. Εστειλεν εις όλην τήν Πελοπόννησον μπουγιουρτί, καί επήγαν καί επροσκύνησαν τόν Καπετάμπεη εις τούς Μύλους. Εις τόν πατέρα μου έστειλε χωριστά μπουγιουρτί, νά ελθήτε νά βγάλουμε τούς Αρβανίταις καί νά ευρή ο ραγιάς τό δίκιο του. Ο πατέρας μου εκίνησε μέ χίλιους στρατιώταις, καί έπιασε τά Τρίκορφα, εις τήν Τριπολιτσάν. Δέν επήγεν εις τόν Καπετάμπεη, διότι εφοβείτο. Ο Καπετάμπεης εσηκώθηκεν από τούς Μύλους, επήρεν 6.000 ταγκαλάκια, καί τούς κλέφταις 3.000 καί επήγεν εις τά Δολιανά, Τριπολιτσά καί έρηξεν τό ορδί.
Ο πατέρας μου, σάν ήτον στά Τρίκορφα, του έστειλεν ο Καπετάμπεης νά πάγη σέ δαύτονε, διά νά τόν προσκυνήσει. Ο πατέρας μου αποκρίθηκε δέν είναι καιρός νά έλθω νά προσκυνήσω. Οι Αρβανίται είναι εις τήν Τριπολιτσά, ημπορούν νά πιάσουν τόν άγριον τόπον καί νά σκορπίσουν τότε μέσα εις τήν Πελοπόννησον, νάχουν τόν τόπον. Τότε του έστειλεν 20 μπινίσια γιά τούς Καπεταναίους κ' ένα καπότο διά τόν εαυτόν του. Τόν καιρόν πού εζύγωσε τό στράτευμα τό Τούρκικο εις τήν Τριπολιτσάν, κ' επολιορκούσε τούς Αρβανίταις, εχώρισαν 4.000 Τούρκοι Αρβανίταις νά τόν εβγάλουν από τά ταμπούρια, καί αυτός αντεστάθηκε καί τούς εκυνηγούσε, καί εμβήκαν πίσω. Ήλθαν τά στρατεύματα τά Τούρκικα του Καπετάμπεη έως τόν Αγιον Σώστην. Πάλι βγαίνουν 6.000 διά νά πάνε εις τόν πατέρα μου, καί αυτός πάλι τούς αντέκρουσε. Είδανε ότι δέν ημπορούν νά βαστάξουν οι Αρβανίτες μέσα εις τήν Τριπολιτσά, διατί δέν ήτον τότε τειχογυρισμένη. Εσυνάχθηκαν όλοι καί πάνε εις τόν πατέρα μου, καί αυτός τούς εστάθηκε μέ ορμήν, καί τούς εγύρισε κατά τόν κάμπον. Ενώθηκαν καί άλλοι καπεταναίοι. Εμβήκαν εις τά χωράφια, εις τόν κάμπον τούς εσκότωσεν η καβάλα ως οι θεριστάδες, έπεσεν η καβαλαρία μέσα καί τούς εθέρισαν.
Από 12.000, επτακόσιοι επέρασαν εις τό Δαδί. Οταν τούς επολέμησε ο πατέρας μου, του έλεγαν:
- Κολοκοτρώνη, δέν κάμεις νισάφι.!
- Τί νισάφι νά σας κάμω, οπού ήλθετε κ' εχαλάσατε τήν πατρίδα μου, μας πήρατε σκλάβους καί μας εκάματε τόσα κακά.
- Εφέτο, δικό μας, τού χρόνου δικό σου
Τά κεφάλια των Αλβανών έφτιασαν πύργο εις τήν Τριπολιτσά. Ησύχασεν η Πελοπόννησος.
Τούς 80 εκατέβη ο ίδιος ο Καπετάμπεης καί χάλασε τόν πατέρα μου καί τόν Παναγιώταρον Βενετζιανάκη. Ηλθεν η αρμάδα εις τό Μαραθονήσι. Τά στρατεύματα στεριάς καί θαλάσσης. Η Καστανίτζα αποικία, οπού ήτον ο Κολοκοτρώνης κι' ο Παναγιώταρος, έξι ώρας μακράν από τό Μαραθονήσι. Ερχοντας η αρμάδα, ο Παναγιώταρος, ως Μανιάτης, επροσκάλεσε βοήθεια από τούς Μανιάταις, καί οι Μανιάταις υποσχέθησαν ότι πάνε βοήθεια. Καί ο δραγουμάνος ο Μαυρογένης, ως Ελλην καί τεχνίτης, έκαμε τόν Μιχάλη Τροπάκη Μπέη καί διά νά τόν κάμη Μπέη αλικότησε τήν βοήθεια καί επήρε τό κάστρο.
Επήγε τό ασκέρι 14.000, καί τούς επολιόρκησε. Μία ώρα στράτα αλάργα έστησε τό ορδί. Εστειλεν ο Σερασκέρης Αλήμπεης ένα γράμμα διά νά προσκυνήσουν καί νά του δώσουν ενέχυρα άνα παιδί ο ένας καί ένα ο άλλος, καί νά τραβήξει χέρι από δαύτους. Αυτοί απεκρίθηκαν:
-Δέν προσκυνούμεν, θέλομε πόλεμο καί όποιος μείνει νικημένος, ας προσκυνήση.
Αυτός ήλπιζε από τήν Μάνην βοήθεια. Τούς επολιόρκησαν τά τούρκικα στρατεύματα, έβγαλαν κανόνια καί βόμβαις, τούς πολεμούσαν ημέρα καί νύκτα. Ούτε οι βόμβες τούς έκαναν φόβον ούτε τά κανόνια, όμως επολέμησαν 12 ημέραις καί 12 νύκτες μέ ανδρεία καί γενναιότητα.
Οταν είδαν, ότι βοήθεια δέν έρχεται, αποφάσισαν νά φύγουν από τούς πύργους. Οι πύργοι ήτον δύο, καί ο ένας ητον του πατέρα του Παναγιώταρου, καί ο άλλος ήτον του πατέρα μου καί του Παναγιώταρου. Ο πατέρας του Παναγιώταρου ήτον 80 ετών, ως καί η μητέρα του, καί μήν ημπορώντας νά φύγουν εις τό γιουρούσι μέ τά άλλα γυναικόπαιδα, είπε του Παναγιώταρου καί του πατέρα μου:
-Βάλτε φωτιά στούς άλλους πύργους, εγώ μένω εδώ.
Εμεινε μέ ένα δούλο καί μέ τήν γυναίκα του καί μία δούλα μέ σκοπόν νά πολεμήση, ελπίζοντας νά έλθη βοήθεια από τά παιδιά του έπειτα. Ο πόλεμός του ήτον μέ τόν δούλον, η τέχνη του μεγάλη. Είχε φυτίλι νά γυρίση μαζί μέ τούς Τούρκους. Αυτοί πού επολεμούσαν μέσα έπεσαν εις τό ορδί του σερασκέρη μέ τά σπαθία εις τό χέρι, μόνον τρείς εσκοτώθηκαν άνδρες, καί μέρος γυναίκες, καί έμειναν πολλά παιδιά σκλάβοι.
Τόν Παναγιώταρον ζωντανόν τόν έπιασαν κι έπειτα τόν εσκότωσαν οι Μπαρδουνιώταις. Ο πατέρας μου εσκοτώθηκε μέ δύο του αδέλφια, Αποστόλη καί Γεώργη, ο ένας εις τόν λόγγον, ο άλλος μοναχός του, διατί ελαβώθηκε. Εγλύτωσεν ένας μπάρμπας μου, Αναγνώστης, από τούς κλεισμένους τέσσαρους αδελφούς Κολοκοτρώνη. Εγώ, η μάνα μου, η αδελφή μου εγλύτωσαν μέ τα παληκάρια του πατέρα μου. Εις τό γιουρούσι ελαβώθηκε μέ σπαθί ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, καί μέ προδοσία ενός Τούρκου φίλου εσκοτώθηκε, δέν εφάνη τό κεφάλι του. Ητον μελαψότερος, μονοκόκκαλος, δυνατός, ογλήγορος, μέ ένα καθάριο άτι δέν τόν έπιανες, 33 χρόνων, μέτριος, μαυρομμάτης, λιγνός, οι Αρβανίται τόν είχαν τόσο τρομάξει, πού έκαναν όρκον:
-Νά μή γλυτώσω από του Κολοκοτρώνη τό σπαθί.
700 μπουλουκτζήδες εσκότωσε πρίν.
Ο Παναγιώταρος ήτον γίγαντας, νέος, μαύρα μαλλιά, σόϊ άνθρωπος, άσπρος, 37 - 38 χρόνων. Εις τήν Ανδρούσαν εσκοτώθη ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, επειτα τόν εκδίκησε ο υιός του. Ο γέρο Γιάννης Κολοκοτρώνης, του έκοψαν χέρια καί πόδια καί τόν εκρέμασαν. Ο γέρων πατέρας του Παναγιώταρου επολέμαε από τόν πύργον καί εμαρτύρησε τό φυτίλι ο δούλος πού επροσκύνησε, καί τόν γέροντα τόν έπιασαν ζωντανόν. Ο Καπετάμπεης ερώταε:
- Διατί δέν προσκυνάει;
- Τώρα προσκυνώ, προσκυνημένο κεφάλι δέν κόβεται.
- Τού έκοψαν χέρια καί πόδια, τόν κατράμισαν».

Τό 1779 ο καπουδάν πασάς συνοδευόμενος από τόν Ρωμηό δραγουμάνο Νικόλαο Μαυρογένη έφτασε στό Ναύπλιο καί αφού έστειλε προσκυνητόχαρτα στούς κλέφτες, τούς κάλεσε νά έρθουν σέ βοήθεια γιά νά πολεμήσουν τούς δέκα χιλιάδες Αλβανούς καί τούς δύο χιλιάδες Τόσκιδες, πού είχαν κλεισθεί στά τείχη της Τριπολιτσάς.
Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, σάν γνήσιος Κολοκοτρώνης, αρνήθηκε νά προσκυνήσει καί στρατοπέδευσε στά Τρίκορφα, έξω από τήν Τρίπολη μέ χίλιους άνδρες. Οι Αλβανοί νικημένοι από τό τουρκικό ιππικό, υποχώρησαν πρός τά Τρίκορφα καί ζήτησαν από τόν Κολοκοτρώνη νά τούς αφήσει νά περάσουν, αλλά αυτός αρνήθηκε, καί τούς συνέτριψε στήν μάχη πού ακολούθησε. Ελάχιστοι Αλβανοί διασώθηκαν καί του μήνυσαν τήν προφητική εκείνη φράση: "Σήμερα τό δικό μας κεφάλι, του χρόνου τό δικό σου."
Τό επόμενο έτος (1780) ο Χασάν μπέης επανήλθε στό Μαραθονήσι (Γύθειο) καί κτύπησε τούς γενναιοτέρους των κλεφτών πού δέν είχαν προσκυνήσει τήν προηγούμενη χρονιά, τόν Παναγιώταρο Βενετσανάκη καί τόν Κωνσταντίνο Κολοκοτρώνη. Oι δύο οπλαρχηγοί είχαν οχυρωθεί σέ δύο μανιάτικους πύργους μέ τίς οικογένειές τους καί πολέμησαν γιά δώδεκα μερόνυκτα. Οταν προσπάθησαν νά διαφύγουν κατακρεουργήθηκαν από τούς εχθρούς καί διεσώθησαν λίγοι καί μεταξύ τους ήταν η μάνα του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, η οποία είχε ντυθεί αντρικά καί είχε στήν πλάτη της δεμένο τό μωρό πού έμελλε νά γίνει ο αρχιστράτηγος καί η ψυχή της επανάστασης του 21. Ο παππούς του Θεοδωράκη, Γιάννης Κολοκοτρώνης σκοτώθηκε ύστερα από πολλά βασανιστήρια. Μάλιστα έχει διασωθεί τό περιστατικό σύμφωνα μέ τό οποίο, όταν είχε γεννηθεί ο εγγονός του, καί του ανήγγειλαν τό γεγονός, φέρεται νά είχε πεί:
-"Ακόμα ένας Κολοκοτρώνης πού γεννιέται σκλάβος καί θά πεθάνει σκλάβος."
Ο Χασάν Τζεζαερλή καπουδάν πασάς ήταν έντιμος καί γενναίος στρατιώτης καί μάλιστα όταν στο διβάνι συζητούσαν νά γενικεύσουν τίς σφαγές κατά των απίστων γιά νά τούς τιμωρήσουν γιά τήν εξέγερση του 1770, ήταν από τούς λίγους πού διεφώνησε, μέ τό σκεπτικό ότι θα στερούνταν ο οθωμανικός στρατός από έσοδα, αφού ως γνωστόν εκείνοι πού έφεραν τό μέγιστο βάρος της φορολογίας ήταν οι Ρωμιοί ραγιάδες. Αυτό τό γεγονός εξηγεί τήν δήθεν οθωμανική ανεκτικότητα, τήν οποία θέλουν νά μάς πείσουν ότι υπήρξε στά χρόνια της τουρκοκρατίας, οι Τούρκοι ιστορικοί καί οι νεογενίτσαροι "Ελληνες". Οι Ρωμηοί επιβίωσαν μόνο καί μόνο γιά νά δουλεύουν καί νά τρέφουν τό οθωμανικό κράτος μέ τίς τεράστιες ανάγκες του. Παρόλα αυτά, ο Χασάν πασάς αμαύρωσε τήν φήμη του μέ τόν τρόπο πού θανάτωσε όσους Ελληνες έπεσαν στά χέρια του. Τόν Μανιάτη Γρηγοράκη, τόν οποίο τόν προσκάλεσε μέ τό πρόσχημα της συμφιλιώσεως, μετά από τή μαχη με τούς Κολοκοτρωναίους, τόν ανασκολόπισε μαζί μέ τους συντρόφους του. Ενα ακόμα γεγονός πού αποδεικνύει τήν φοβερή κατάσταση που βίωναν οι πρόγονοί μας στά χρόνια της πολυπολιτισμικής Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Αυτό ήταν περίπου καί τό τέλος της επανάστασης του 1770, η οποία είχε υποκινηθεί από τούς Ρώσσους καί τήν οποία άφησαν νά πνιγεί μέσα στό αίμα.

Λάμπρος Κατσώνης (1752-1804)

Τά αντικρουόμενα ρωσοτουρκικά συμφέροντα, όπως η κατάληψη της Κριμαίας από τόν ρώσο στρατηγό Ποτέμκιν τό 1779, οδήγησε σέ νέο ρωσοτουρκικό πόλεμο (1787-1792) καί αυτή τή φορά η Αικατερίνη της Ρωσίας είχε στό πλευρό της τόν Αυστριακό αυτοκράτορα Ιωσήφ Β'.
Αξίζει νά σημειώσουμε ότι η φιλόδοξη Ρωσίδα σχεδίαζε τήν πλήρη διάλυση του οθωμανικού κράτους καί τήν ανασύσταση της "Γραικικής μοναρχίας", υπό τήν ηγεμονία του εγγονού της, στόν οποίο είχε δώσει τό όνομα Κωνσταντίνος.
Γιά του λόγου τό αληθές, παραθέτω αποσπάσματα από επιστολή πού είχε γράψει η Τσαρίνα Αικατερίνη στόν Αυτοκράτορα της Αυστρίας Ιωσήφ, στίς 10 Σεπτεμβρίου 1782:
"...H οθωμανική αυτοκρατορία, τοσούτον κραταιά άλλοτε, καί επιβάλλουσα τρόμον εις τούς ασθενείς, σπαράσεται σήμερον υπό δεινών, δυναμένων νά καταστρέψωσι καί τάς στερεωτέρας μοναρχίας. Οι πλείστοι των διοικούντων τάς επαρχίας πασάδων μόνον κατά τό φαινόμενον υποτάσσονται εις τήν Πύλην. Εις τήν αυτήν θέσιν διατελούσι καί οι υπό τήν Πύλην Χριστιανοί. Τό εμπόριον αυτών καταστρέφεται υπό παντοειδών μονοπωλείων καί καταχρήσεων..... εάν αι επιτυχίαι ημών εν τω τουρκικώ πολέμω επιτρέψωσν ημίν ν'απαλλάξωμεν τήν Ευρώπην εκ του εχθρού του χριστιανικού ονόματος καί νά εκδιώξωμεν αυτόν εκ της Κωνσταντινουπόλεως, η Υ.Μ δέν θά μοί αρνηθή τήν συνδρομήν Αυτής, πρός ανίδρυσιν της αρχαίας Γραικικής Μοναρχίας επί των ερειπίων της βαρβάρου οθωμανικής κυβερνήσεως..."
Αλληλογραφία κρατούσε επίσης η Αικατερίνη μέ τό Γάλλο φιλόσοφο Βολταίρο, ο οποίος επίσης της ζητούσε νά βοηθήσει στήν ανασύσταση του Ελληνικού κράτους: "...η αυτοκράτειρα της Κωνσταντινουπόλεως θά ίδρυε ωραίαν ελληνικήν ακαδημίαν, καλλιτέχναι ως ο Ζεύξις καί ο Απελλής θά εκάλυπτον τήν γήν διά των υμετέρων εικόνων. Η πτώσις του οθωμανικού κράτους θά εξυμνείτο διά στίχων ελληνικών. Αι Αθήναι θά ήσαν μία των υμετέρων πρωτευουσών. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ ΘΑ ΑΠΕΒΑΙΝΕ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΘΟΛΙΚΗ." (Βολταίρος, 14 Σεπτεμβρίου 1770).

"... Παίρνω θάρρος να γράψω με το καλαμάρι μου μερικές φτωχές λέξεις. ... Οι ραγιάδες και οι μπερεαγιάδες τα έχουν χαμένα και δεν ξέρουν τι να κά­νουν, κάθε μέρα βγαίνουν από το σπίτι τους χωρίς να γνωρίζουν σε ποιον τύραννο να πρωτοδώσουν άσπρα ... Οι κοτζαμπάσηδες είναι εκείνοι που έχουν συμμαχήσει με τους βαληδες και τους δικαστές και τους αστυνομι­κούς και τους αγιάνηδες και γίνονται αιτία να τυραννιέται ο ρεαγιάς περισσότερο απ' όσο του είναι υποφερτό. Επιπλέον, με το βιος των φτωχών ραγιάδων γίνονται κάτοχοι περιουσίας, λόγω της απληστίας των βαλήδων και των αστυνομικών, οι οποίοι τους επιτρέπουν σ' αυτό το βαθμό να κάνουν τέτοιες πράξεις. ... Τα σπίτια των ραγιάδων της Ρούμελης τα έκαναν φωλιές τους οι κουκουβάγιες και τα κοράκια. Εάν τύχει και ξεσπάσει πόλεμος, δεν έχει απομείνει χάλι και δύναμη του ραγιά για να υπηρετήσει το Υψηλό Κράτος ..., καθοτι οι χώρες φεύγουν από το χέρι μας, και δεν σφάλλω ποσώς στα φτωχά μου λόγια, αυτή είναι η πλήρης αλήθεια..." (Από τό χειρόγραφο του Σουλεϊμάν Πενάχ εφέντη του Μωραΐτη - 1785, όπως τό έχει μεταφράσει ο Νεοκλής Σαρρής).

Γιά τίς ναυτικές επιχειρήσεις στό Αρχιπέλαγος καί στό Ιόνιο οι Ρώσοι χρησιμοποίησαν τόν Έλληνα Λάμπρο Κατσώνη από τή Λειβαδιά. Από μικρή ηλικία, ο Κατσώνης είχε καταταγεί στό ρωσικό ναυτικό, όπου είχε διακριθεί γιά τήν γενναιότητά του καί τήν διορατικότητά του, αν καί δέν ήξερε γραφή καί ανάγνωση. Τό 1788 ο Κατσώνης, έφυγε από τήν Κριμαία καί έφθασε στήν Τεργέστη, όπου μέ χρήματα των ομογενών, αγόρασε τήν πρώτη του φρεγάτα, τήν οποια ονόμασε, πρός τιμήν της Τσαρίνας, "Αθηνά της Αρκτου".
Ο Κατσώνης, μέσα σέ δύο μήνες είχε εξοπλίσει άλλα έξη πολεμικά πλοία, καί αφού ύψωσε σημαία μέ ένα κόκκινο σταυρό, άρχισε νά προκαλεί σέ ναυμαχίες Αλγερινά πειρατικά πλοία αλλά καί όσα πλοία έφεραν τήν ημισέληνο. Μέ τό πολεμικό θράσος πού τόν διέκρινε, έπλεε όχι μόνο στά νησιά του Αιγαίου, αλλά καί στά παράλια της Λυκίας, της Καραμανίας, της Αιγύπτου καί της Συρίας κτυπώντας τίς φρουρές καί λεηλατώντας τά μουσουλμανικά χωριά. Τό καλοκαίρι του 1788 είχε στή διάθεσή του 18 πλοία καί μέ αυτά πολιόρκησε καί απελευθέρωσε τό Καστελλόριζο.
Τόν Σεπτέμβριο εξήλθε απά τά Δαρδανέλλια ισχυρή ναυτική τουρκική μοίρα 55 πλοίων, μέ σκοπό νά εξουδετερώσει τόν Ρωμηό κουρσάρο, αλλά ο Κατσώνης τήν έτρεψε σε φυγή στά ανοικτά της Καρπάθου.
Τό επόμενο έτος, αναχώρησε από τήν Τεργέστη, πολιόρκησε τό Δυρράχιο καί έτρεψε σέ φυγή τήν Αλβανική φρουρά των 12000 ανδρών. Στήν Κέα, πού χρησιμοποιούσε σάν ορμητήριό του, δέχθηκε μία επιστολή από τόν διερμηνέα του στόλου Στέφανο Μαυρογένη, μέ τήν οποία ο σουλτάνος τόν καλούσε στήν υπηρεσία του, όχι μόνο αμνηστεύοντάς τον γιά τίς πράξεις του, αλλά χαρίζοντάς του χρυσό καί τό νησί της Ικαρίας. Ο αγέρωχος πατριώτης δέν καταδέχθηκε ούτε νά απαντήσει στόν ηγέτη της τότε υπερδύναμης.
(Ας κάνουμε συγκρίσεις εμείς οι νεοέλληνες μέ τούς δουλοπρεπείς καί φιλοχρήματους σημερινούς ταγούς μας).
Τόν Ιούνιο του 1789, ο Κατσώνης συνεπλάκη σέ ναυμαχία μέ ισχυρό τουρκικό στόλο έξω από τήν Τήνο, τόν οποίο νίκησε, γιά νά δεχθεί συγχαρητήριο επιστολή από τό Γάλλο πλοίαρχο ενός πολεμικού πλοίου πού παρακολουθούσε σάν θεατής τή ναυμαχία. Επανειλημμένα αντιμετώπισε μέ επιτυχία ανώτερες εχθρικές δυνάμεις στή Σύρο, τήν Πάρο καί τήν Ελένη (Μακρόνησο) γιά νά καταπλέυσει τόν Σεπτέμβριο στή Ζάκυνθο μέ σκοπό νά διαχειμάση.
Τήν άνοιξη του 1790 ο Λάμπρος απέπλευσε από τό Ιόνιο μέ εννέα πλοία, έχοντας στό πλευρό του τόν Ανδρίτσο, πατέρα του περίφημου ήρωα της επανάστασης του 1821, Οδυσσέα Ανδρούτσου, μέ 800 ακόμα κλέφτες. Διέπλευσε τό Αιγαίο, αναζητώντας τόν οθωμανικό στόλο, καί έφθασε στήν Κέα, τήν οποία οχύρωσε εκ νέου καί επάνδρωσε τή φρουρά της μέ άνδρες του Ανδρίτσου. Στίς 17 Μαΐου 1790, ο Κατσώνης δέχτηκε επίθεση στήν Ανδρο από ανώτερες εχθρικές δυνάμεις. Η συμπλοκή διήρκεσε όλη τήν ημέρα. Τήν επομένη, οι Οθωμανοί ενισχύθηκαν από Αλγερινά πλοία, καί οι δυνάμεις του Κατσώνη βρέθηκαν μεταξύ δύο πυρών μέ αποτέλεσμα νά υποκύψουν καί νά καταστραφούν ολοσχερώς. Ο πλοίαρχος Δημήτριος Αλεξόπουλος αφού είδε τό σύνολο των ναυτών του νά χάνονται καί τό πλοίο του νά έχει καταληφθεί από τούς εχθρούς, έβαλε φωτιά στήν πυρίτιδα καί τινάχθηκε στόν αέρα μαζί μέ τό πλοίο του, ενώ ο πλοίαρχος Ευστράτιος Νικηφοράκης όταν περικυκλώθηκε από τούς εχθρούς, έριξε τό πλοίο στά βράχια καί διέφυγε μέ τό πλήρωμά του στό εσωτερικό του νησιού. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 565 νεκροί, ενώ ο Κατσώνης μέ τόν Ανδρίτσο μόλις πού διέφυγαν μέ τά πλοία του Ζιγούρη καί του Παταράκη, πού ήταν τά μόνα πού σώθηκαν από τά εννέα συνολικά που έλαβαν μέρος στή ναυμαχία.


Ο ακαταπόνητος μαχητής δέν άργησε νά οργανώσει νέο στόλο, καί μέ αχώριστο σύντροφό του, τόν Ρουμελιώτη αρματολό οργάνωνε νέα σχέδια δράσης, αυτή τή φορά από τό Πόρτο Κάγιο στή Μάνη, όπου είχε μεταφέρει τό στρατηγείο του. Είχε ήδη λάβει από τόν αρχιστράτηγο Ποτέμκιν τό στρατιωτικό παράσημο του Αγίου Γεωργίου καί τόν βαθμό του χιλίαρχου γιά τίς στρατιωτικές του επιτυχίες.
Στίς 9 Ιανουαρίου 1792 όμως, υπογράφηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ της Πύλης καί της Ρωσσίας, στό Ιάσιο, καί ο Κατσώνης έλαβε εντολή νά αναστείλη τίς στρατιωτικές του επιχειρήσεις καί νά αφοπλίσει τό στόλο του. Οργισμένος γιά τήν νέα προδοτική στάση της αυτοκράτειρας Αικατερίνης, ο υπερήφανος Λάμπρος απάντησε: Εάν η αυτοκράτειρα συνωμολόγησε τήν ειρήνη της, ο Κατσόνης ακόμη δέν συνωμολόγησε τήν εδικήν του. Στή συνέχεια εξέδωσε τήν περίφημη "Φανέρωσι" στήν οποία εξέθεσε τούς λόγους γιά τούς οποίους θά συνέχιζε νά μάχεται:
"Δέν είναι χρεία μέ λόγους δικανικούς νά βεβαιώσει τινάς μίαν αλήθειαν καί νά απαριθμήση μίαν πρός μίαν τάς εκδουλεύσεις όπου τό γένος των Ρωμαίων εις κάθε περίστασιν επρόσφερεν πρός βοήθειαν της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, όταν δέν είναι άνθρωπος οπού νά μή ηξεύρη εις τί καί πώς καί πότε τούτο τό γένος εκινήθη κατά των Οθωμανών, τώρα μέν από τήν ελπίδα της ελευθερίας του, τώρα δέ από τάς υποσχέσεις των ενταύθα στελλομένων Ρώσων αρχηγών... Τί έκαμνεν ο Κατσόνης καί τί ενήργησε πρός βλάβην του εχθρού καί ωφέλειαν της Ρωσίας είναι γνωστόν εις όλους. Αυτός ήταν ο κύριος του αρχιπελάγους, καί ο Οθωμανικός στόλος εφοβείτο νά απαντήση εκείνον του Λάμπρου, μ'όλον οπού εκείνος ήτο ασυγκρίτως ανώτερος από τούτον καί κατά τήν ποσότητα καί κατά τήν ποιότητα... καί αν ο στόλος του δέν εφόβιζε τούς Οθωμανούς δέν ήθελαν ενώσουν τόν εις τό Αιγαίον πέλαγος στόλον τους μέ εκείνον του Ευξείνου Πόντου, από τόν οποίον ακολουθούσε νά διπλασιασθή η δύναμις των Οθωμανών κατά των Ρώσων... Οι Ρωμαίοι θέλει παύσουν νά εχθρεύωνται τούς εχθρούς, όταν λάβουν τά δίκαια οπού τούς ανήκουν..."
Εγκαταλελειμμένος από όλους, ο κουρσάρος Κατσόνης μέ τόν κλεφταρματολό Ανδρίτσο συνέχισαν τή δράση τους εναντίον αλγερινών καί τουρκικών πλοίων καί όχι μόνο αυτών. Τόν Ιούνιο του 1792, η Πύλη αποφάσισε τήν έξοδο νέου ισχυρού στόλου τριάντα πλοίων, μέ σκοπό τήν εξόντωση των δύο ανδρών. Στήν επιχείρηση οι δεσποτικοί Οθωμανοί είχαν σάν συμμάχους καί τούς επαναστατημένους Γάλλους της "ισότητας, αδελφότητας καί ελευθερίας"! Οι Ρωμιοί αρχηγοί, όμως είχαν μετατρέψει τό Πόρτο Κάγιο σέ απόρθητο φρούριο καί προκάλεσαν σοβαρές φθορές τόσο στίς γαλλικές φρεγάτες όσο καί στίς τουρκικές.
Στίς 19 Ιουλίου, ο καπουδάν πασάς επιχείρησε απόβαση. Ο Ανδρίτσος τούς άφησε νά αποβιβαστούν στήν ακτή καί όρμησε μέ τούς κλέφτες του καί τά σπαθιά στά χέρια κατασφάζοντας χιλιάδες από τούς αποβιβασθέντες Οθωμανούς. Απελπισμένος ο Τούρκος ναύαρχος, αφού είδε ότι δέν κατάφερνε τίποτα μέ τή δύναμη των όπλων, έγραψε στόν μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη, ζητώντας του νά του παραδώσει τόν Κατσώνη. Δυστυχώς ο Γρηγοράκης ενέδωσε καί ζήτησε από τόν Κατσώνη νά αποχωρήσει. Ο θρυλικός ναυάρχος διέφυγε νύκτα πρός τά Κύθηρα (Τσιρίγο) καί από εκεί στήν Ιθάκη. Οντας ανεπιθύμητος από τούς Βενετούς πήγε στήν Ρωσία, εγκαταστάθηκε στήν Κριμαία, όπου καί πέθανε τό 1804, έχοντας υπάρξει ένας από τούς κύριους παλινορθωτές της ελευθερίας του Ρωμέϊκου γένους. 


Η μοίρα του Ανδρίτσου ήταν πιό σκληρή. Μετά τόν πόλεμο του Πόρτο Κάγιο, κατέφυγε στόν οπλαρχηγό Ζαχαριά ο οποίος τόν συνόδευσε μέχρι την Βοστίτσα (Αίγιο) γιά νά περάσει στή Ρούμελη. Οι δύο άνδρες πολεμούσαν νυχθημερόν τούς Τούρκους πού τούς κατεδίωκαν καί είχαν στή συνοδεία καί τόν Κολοκοτρώνη: "Οταν ήλθε ο Ανδρούτσος, πατέρας του Οδυσσέως εγνωρίσθηκα εις τήν Μάνη καί τόν εσυντρόφευσα εως την Κόρινθο. Εις τόν κατατρεγμό μας, διά δεκαπέντε ημέρες ούτε εκοιμώμεθα ούτε ετρώγαμε, εσώσαμε τά φουσέκια, καθημέρα πόλεμο." Σύμφωνα μέ τόν Κοντάκη (σύγχρονο του Ζαχαριά) υπάρχει καί η ακόλουθη αναφορά της Ξενοφώντειας καθόδου του Ανδρίτσου στό Μοριά:
".. εμβήκεν εις Πελοπόννησον ο Ανδρίτσας Ρουμελιώτης μέ τριακόσιους, μετερχόμενος κατά θάλασσαν τήν πειρατείαν καί κυνηγηθείς εβγήκεν εις τό Ελος, τόν οποίον εσυνόδευσεν ο καπετάν Ζαχαριάς διά νά τόν εκβάλη εις τήν Στερεάν Ελλάδα ασφαλώς, τό οποίον καί εξετέλεσε διά μέσου της Πελοποννήσου, επολέμησε εις τούς Κήπους, εις Βαλτέτσι καί εις Δάρα μέ φθοράν των Τούρκων. Φθάσαντες εις Βοστίτσα ημβαρκαρίστηκαν, ο δέ Ζαχαριάς επέστρεψεν εις τά ίδιά του. Από ατυχίαν έμεινεν έξω της συνοδείας του Ανδρίτσα ένας περίφημος άνδρας λεγόμενος Καραχάλιος μέ τεσσαράκοντα συντρόφους, τούς οποίους όλους απατήσαντες έπιασαν ζώντας καί τούς έφεραν εις Τριπολιτζάν, καί αφού αποφάσισαν νά τούς θανατώσωσι, τούς παρεκάλεσεν ο Καραχάλιος νά αφήσουν ύστερον απ'όλους, καί όταν αποκεφάλιζαν τούς άλλους διά πέντε ημέρας, αυτός ίστατο έμπροσθεν καί τραγουδώντας εμψύχωνε τούς αδελφούς του."
Ο Ανδρίτσος συνεχώς καταδιωκόμενος συνελήφθη στίς 8 Σεπτεμβρίου 1793, στό Σπάλατο (Σπλίτ) από τους Βενετούς, οι οποίοι τόν παρέδωσαν στούς Τούρκους. Κατέληξε στό τρομερό "Μπάνιο", στίς φυλακές του Ναύσταθμου της Κωνσταντινούπολης, όπου ύστερα από μερόνυχτα βασανιστηρίων, καρατομήθηκε.

Αλή Πασάς εναντίον αρματολών καί Σουλιωτών

Εκείνη τήν εποχή αναδείχθηκε μία εκπληκτική καί συνάμα τρομερή μορφή πού σημάδεψε μέ τό πέρασμά της τήν Ήπειρο, τήν Αρβανιτιά, τήν Μακεδονία, τήν Θεσσαλία αλλά καί τήν Ρωμιοσύνη ολάκερη. Επρόκειτο γιά τόν Αλή πασά τόν Τεπελενλή, τό λιοντάρι της Ηπείρου. Ξεκίνησε πεντάφτωχος καί κατέληξε νά έχει συλλέξει θησαυρούς αμέτρητους, από άσημος κατάφερε νά τόν τρέμουν οι αγάδες καί οι βεζύρηδες, από άστεγος κατέληξε νά έχει στήν κατοχή του πλήθος από παλάτια καί σεράγια, γεμάτα μέ γυναίκες καί σκλάβους. Οργάνωσε μεγάλες εκστρατείες εκμηδενίζοντας τελικά όλους τούς εχθρούς του, από αγράμματος έφτασε νά γίνει ένας τέλειος διπλωμάτης ξεγελώντας Γάλλους, Αγγλους καί Ρώσσους, κλονίζοντας ταυτόχρονα καί τά θεμέλια της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ο δρόμος του όμως πρός τήν δόξα καί τά πλούτη ήταν στρωμένος μέ αμέτρητα κουφάρια, όπως είχε εκμυστηρευτεί καί ο ίδιος στόν Γάλλο πρόξενο Πουκεβίλ. Είχε θανατώσει τόσους, αρχίζοντας από τούς στενούς του συγγενείς καί όποιον στήν συνέχεια τολμούσε νά μπεί εμπόδιο στα σχέδιά του, ενώ είχε επινοήσει αμέτρητους τρόπους βασανιστηρίων γιά τά θύματά του. Οταν χαμογελούσε, όλοι πάγωναν γύρω του, γιατί με αυτό τό χαμόγελο σφράγιζε τήν θανατική καταδίκη κάποιου φίλου ή εχθρού.
(Τέτοια τέρατα γεννούσε τό οθωμανικό σύστημα, ένα σύστημα τό οποίο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εξυμνεί μέσα από τά σχολικά βιβλία, μέ συμπαραστάτες τά άλλα δύο κόμματα πού έχουν δηλώσει πίστη στήν παγκοσμιοποίηση, τό ΠΑΣΟΚ του Γιωργάκη καί τόν πραγματικό εξουσιαστή της ελληνικής κοινωνίας, τόν Συνασπισμό. Τέτοια θηρία γεννούσε τό οθωμανικό σύστημα, ένα σύστημα πού ο πάμπλουτος εκδότης της Ελευθεροτυπίας Φυντανίδης, φαίνεται νά τό νοσταλγεί αφού τό χαρακτηρίζει ανεκτικό καί πολυπολιτισμικό...) 


Εντός της οθωμανικής επικράτειας, έξω από τά Γιάννενα, βρισκόταν η μοναδική δημοκρατική κοινωνία εκείνης της εποχής, τό Σούλι. Ηταν ένα κράτος μέσα σέ ένα κράτος, μόνο πού οι κάτοικοί του ήταν ελεύθεροι, υπερήφανοι καί ανυπότακτοι. Κάποιοι τούς λένε Αρβανίτες, κάποιοι τούς λένε Ελληνες, τό σίγουρο όμως είναι ότι ήταν χριστιανοί ορθόδοξοι πού δέν ανέχονταν νά ζούν κάτω από τή βαρβαρότητα του οθωμανικού ζυγού καί φτιάξανε τέσσερες αετοφωλιές, τέσσερα χωριουδάκια, τό Κακοσούλι, τή Σαμονίβα, τό Αβαρίκο καί τήν Κιάφα όπου κράτησαν άσβεστη τή φλόγα της παλληκαριάς καί της λευτεριάς.
Σύμφωνα μέ τόν Περραιβό πού τούς μύησε στήν Φιλική Εταιρεία: "..όστις ανέγνωσε τήν παλαιάν ιστορίαν της Σπάρτης, αναγνώση δέ καί τήν νέαν των Σουλλιωτών, θ'απαντήσει, πολλάς ηρωϊκάς πράξεις ανδρών τε, καί γυναικών εφαμίλλους ταις των Σπαρτιατών..." Η δημοκρατία του Σουλίου είχε Γερουσία πού δίκαζε σύμφωνα μέ τό βυζαντινό δίκαιο του Αρμενόπουλου, Εκκλησία του Δήμου που αποφάσιζε γιά ειρήνη καί πόλεμο καί τέλος είχε τόν πολέμαρχο ο οποίος ήταν ή ένας Μπότσαρης ή ένας Τζαβέλλας. Ολους τούς πολέμους πού έκαναν οι Σουλιώτες εναντίον των πασάδων τούς κέρδισαν καί στήν εποχή της ακμής τους εξουσίαζαν πάνω από εκατό χωριά, ενώ όλοι οι αγάδες τούς πλήρωναν φόρο υποτέλειας. Ολα αυτά μέχρι πού βρέθηκαν αντιμέτωποι μέ τόν Αλή πασά των Ιωαννίνων. 


Ο Αλή πασάς είχε βάλει σάν στόχο νά απαλλαγεί από αυτή τήν σφηκοφωλιά πού είχε στό πασαλίκι του καί η πρώτη του σοβαρή προσπάθεια έγινε στά 1792. Ξεκίνησε μέ ένα γράμμα πού έστειλε στούς Σουλιώτες οπλαρχηγούς, καλώντας τους νά ενώσουν τίς δυνάμεις τους γιά νά κτυπήσουν τούς μπέηδες στό Μπεράτι καί τό Δέλβινο. Πράγματι ο πασάς είχε συγκεντρώσει δέκα χιλιάδες άνδρες μέ πραγματικό στόχο όμως, τό Σούλι καί όχι τούς Αλβανούς μπέηδες. Οι Σουλιώτες μόλις έλαβαν τήν επιστολή, μαζεύτηκαν στόν Αη Δονάτο, όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία του Δήμου, καί μέ προεδρεύοντα τόν Γιώργο Μπότσαρη, αποφάσισαν νά στείλουν μικρή δύναμη εβδομήντα ανδρών στόν Αλή, ώστε καί νά του ικανοποιήσουν τήν επιθυμία αλλά ταυτόχρονα νά μήν αδυνατίσουν τό Σούλι από μαχητές. Πράγματι τό μικρό σώμα των Σουλιωτών, μέ αρχηγό τόν Λάμπρο Τζαβέλα καί τό νεαρό γιά του Φώτο, ενώθηκε με τίς δυνάμεις του πασα στή Ζήτσα. Ο πονηρός πασάς αγκάλιασε φιλικά τόν Τζαβέλλα καί αφού γλεντήσαν, αποφάσισαν νά γίνουν αγώνες στό πήδημα καί στό λιθάρι, μεταξύ των Τουρκαλβανών του Αλή καί των Σουλιωτών. Οι Σουλιώτες άφησαν τά όπλα τους καί άρχισαν να αγωνίζονται, μέχρι πού αφοπλισμένους πλέον τούς συνέλαβε ο Αλής, μέ εξαίρεση έναν ανώνυμο Σουλιώτη ο οποίος πρόλαβε καί βούτηξε στό κρύο ποτάμι καί παρά τίς δεκάδες σφαίρες πού του έριξαν, κατάφερε νά φτάσει στόν Γιώργο Μπότσαρη καί νά τόν ειδοποιήσει γιά τόν κίνδυνο πού πλησίαζε. 

Οι Τουρκαλβανοί σίγουροι ότι ο Σουλιώτης είχε πνιγεί, μπήκαν στά έρημα Σουλιωτοχώρια καί ξαφνικά δέχτηκαν βροχή από σφαίρες. Ο αιφνιδιασμός είχε αποτύχει. Απελπισμένος ο Αλής έφερε τόν Λάμπρο Τζαβέλα και τάζοντάς του χιλιάδες γρόσια, τόν κάλεσε νά πάει στούς συμπατριώτες του γιά νά τούς πείσει νά παραδοθούν. Ο Τζαβέλας έδωσε "μπέσα" καί φθάνοντας στό Σούλι, έκανε ακριβώς τά αντίθετα, οργανώνοντας περαιτέρω τήν άμυνα καί εμψυχώνοντας τους αδελφούς του.
Στίς 20 του Ιούλη, ανήμερα του Αη Λιά, χιλιάδες Τουρκαλβανοί μέ αρχηγό τόν Ομέρ Βρυώνη επιτέθηκαν μέ αλλαλαγμούς εναντίον των Σουλιωτών, οι οποίοι είχαν εγκαταλείψει τό Σούλλι, τή Σαμωνίβα καί τό Ναβαρίκο καί είχαν οχυρωθεί στήν Κιάφα.
Ας αφήσουμε όμως τόν γλαφυρότατο Σπύρο Μελά νά περιγράψει τή μάχη: "Οι Σουλιώτες δεχόντανε τίς απανωτές εφόδους μ'ακατάπαυστη φωτιά, πού αραίωνε φοβερά τό στρατό του Αλή. Τά πιό διαλεκτά παληκάρια πέσανε κατά από τά μάτια του Ομέρ Βρυώνη. Ωρες κι ώρες βρέχαν οι Αρβανιτάδες τ'άγρια βράχια μέ τό αίμα τους, χωρίς νά μπορέσουν να κερδίσουν ούτε πιθαμή. Ηταν μεσημέρι, καιγόταν η σιδερόπετρα, ο αέρας είχε ανάψει από τόν ήλιο καί τό ντουφεκίδι, η λαύρα κυμάτιζε καυτερή πάνω από τό λιθάρι καί τό ξερό χορτάρι καί θάμπωνε τά μάτια καί έλιωνε τά κορμιά. Τά ντουφέκια όμως ανάψανε, αραίωσε τό ντουφεκίδι, σβήσανε οι κρότοι, σκόρπισαν οι καπνοί καί μιά παράξενη σιγαλιά απλώθηκε. Τότε γίνηκε κάτι αναπάντεχο πούκρινε τή μάχη. Οι γυναίκες πούχανε καταφύγει μέ τά παιδιά τους στά απάτητα ψηλώματα της Κιάφας, μήν ακούγοντας ούτε ντουφέκι, ούτε φωνή πολεμική, θαρρέψανε πως οι άντρες τους χάσανε τόν αγώνα. Τότε η Μόσχω του Λάμπρου, ψυχή γεμάτη φλόγα, γυναίκα μέ αντρίκιο φρόνημα, έμπηξε φωνή: - Τί καθόμαστε, απάνω στά σκυλιά."
Η ξαφνική εμφάνιση των Σουλιωτισών, ξάφνιασε τούς Τουρκαλβανούς καί ανάγκασε τούς Σουλιώτες νά ξεχυθούν μέ τά γιαταγάνια στά χέρια. Τρείς χιλιάδες εχθρικά κουφάρια γέμισαν τά Σουλιώτικα βουνά, ενώ ο Αλής παρατώντας τή σκηνή του ανέβηκε στό άλογό του καί εξαφανίσθηκε μέ τή συνοδεία του. Στή συνέχεια, απελευθέρωσε τόν Φώτο καί τούς υπόλοιπους ομήρους καί έγινε φόρου υποτελής στούς Σουλιώτες, αναγνωρίζοντάς τους τό δικαίωμα νά ζούν ελεύθεροι στήν πολιτεία τους.

"Αλή Πασά, χαίρομαι οπού εγέλασα ένα δόλιον, ειμ' εδώ νά διαφεντεύσω τήν Πατρίδα μου εναντίον εις ένα κλέπτην, ο υιός μου θέλει αποθάνει, εγώ όμως απελπίστως θέλω τόν εκδικήσω πρίν ν' αποθάνω, κάποιοι Τούρκοι, καθώς εσύ, θέλουν ειπή, ότι είμαι άσπλαχνος πατέρας μέ τό νά θυσιάσω τόν υιό μου διά τόν εδικόν μου λυτρωμόν αποκρίνομαι, ότι εάν εσύ πάρης τό Βουνόν θέλεις σκοτώσει τόν υιόν μου μέ τό επίλοιπον της φαμελίας μου, καί τούς συμπατριώτας μου, τότε δέν θά ημπορέσω νά εκδικήσω τόν θάνατόν του, αμμή αν νικήσωμεν, θέλει έχω καί άλλα παιδία, η γυναίκα μου είναι νέα, εάν ο υιός μου νέος, καθώς είναι, δέν μένη ευχαριστημένος ν'αποθάνη διά τήν πατρίδα του, αυτός δεν είναι άξιος νά ζήση, καί νά γνωρίζεται ως υιός μου, προχώρησε λοιπόν άπιστε, είμαι ανυπόμονος νά εκδικηθώ.

Εγώ ο ωμοσμένος εχθρός σου        Καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας."

Τό 1797 ο Μέγας Ναπολέων ο Βοναπάρτης κατέλαβε από τούς Βενετούς τά Επτάνησα καί τίς πόλεις της Ηπείρου Βουθρωτό, Πάργα, Πρέβεζα καί Βόνιτσα. Ο Αλής, πού γνώριζε άριστα την ευρωπαϊκή διπλωματία, φάνηκε φιλικά πρός τούς Γάλλους, περιμένοντας τήν κατάλληλη στιγμή γιά νά αρπάξει τίς κτήσεις τους.
Ξεκίνησε από τήν πάντα ανυπότακτη Χειμάρρα, πού ανήκε στό πασαλίκι του Δέλβινου, στέλνοντας τόν Γιουσούφ Αράπη μέ τρείς χιλιάδες στρατό, ο οποίος επιτέθηκε τήν ώρα πού οι Ρωμηοί ήταν στίς εκκλησίες γιά νά γιορτάσουν τήν Ανάσταση.
Παραθέτω τήν αφήγηση του ιστορικού Σπύρου Μελά"Ξημέρωνε Λαμπρή. Οι πληθυσμοί, ανύποπτοι, στίς εκκλησιές, γιορτάζανε τήν Ανάσταση του Κυρίου. Ο Γιουσούφ Αράπης μοίρασε τούς Αρβανιτάδες στά χωριά, ζώσανε τίς εκκλησίες, ορμήσανε μ'αλαλαγμούς καί γυμνά γιαταγάνια, σφάξανε τούς χριστιανούς άντρες, γυναίκες, παιδιά, βάψανε πατώματα κι'άγιες τράπεζες μέ τό αίμα των πιστών. Υστερα πήγαν στά σπίτια κάνανε πλιάτσικο καί τάκαψαν. Τρείς χιλιάδες μακελέψανε, από μία μεγάλη ελιά κρεμάσανε μιά φαμελιά μέ δεκατέσσερα πρόσωπα. Τήν ώρα πού γυρίζανε οι βάρβαροι, μετά τό μακελειό στή Σαλαώρα, ξεφωνητά φρίκης από τήν παραλία δεχτήκανε τόν στόλο του Γιουσούφ. Είχε στολίσει τά καΐκια μέ τά κομμένα κεφάλια των Χειμαρριωτών, αιμοστάλακτα καί απαίσια." 


Τό 1798, ο φοβερός Αρβανίτης επιτέθηκε εντελώς αιφνιδιαστικά στίς γαλλικές κτήσεις, κατετρόπωσε μέ τό ιππικό του, πού οδηγουσε ο γιός του ο Μουχτάρ, τούς Γάλλους καί τούς Ελληνες στήν μάχη της Νικόπολης καί κατέλαβε τήν Πρέβεζα.
Η τύχη των αιχμαλώτων ήταν φρικτή. Τούς υποχρέωσαν νά μπούν στήν σειρά καί νά περνούν ένας ένας από τό σπαθί του δήμιου, του Οσμάν Αράπη, ο οποίος μέ μία σπαθιά χώριζε τό κεφάλι από τό υπόλοιπο σώμα. Τά κεφάλια τά παστώσανε μέ αλάτι καί τά στείλανε στόν σουλτάνο, ο οποίος συνεχάρη τόν Αλή γιά τίς επιτυχίες του καί από τότε τον ονόμαζε "Ασλάνη" δηλαδή λεοντάρι, ενώ τόν τίμησε με τόν βαθμό "Κιλίτζ Καφτάν", ισάξιο μέ βεζίρη καί ανώτερο από όλους τούς άλλους πασάδες.


Ομως ο μεγάλος πόθος του Αλβανού ήταν το Σούλι. Δέν είχε ξεχάσει ποτέ τήν ταπεινωτική ειρήνη πού είχαν υπογράψει, καί είχε ορκιστεί νά τούς την ξεπληρώσει μέ αίμα.

Ιούνης του 1800

Ο Αλής είχε μαζέψει δεκαπέντε χιλιάδες μαχητές, διαδίδοντας ότι θά εκστρατεύσει κατά των Γάλλων στήν Αίγυπτο. Ηδη ο γέρο Μπότσαρης είχε εγκαταλείψει τό Σούλι μέ όλη του τή φάρα καί είχε εγκατασταθεί στό Βουλγαρέλι, στούς πρόποδες των Κιμερίων (Τζουμέρκα), αδυνατίζοντας τήν άμυνα της πατρίδας του. Κατά άλλους, έφυγε δυσαρεστημένος γιατί τήν αρχηγία τήν είχε αναλάβει ο νεαρός Φώτος Τζαβέλλας, γιός του Λάμπρου πού είχε στό μεταξύ πεθάνει, ενώ κατά άλλους, δωροδοκήθηκε μέ χιλιάδες γρόσια από τόν διαβόητο πασά. Τό βέβαιο είναι ότι η διχόνοια καί αργότερα η προδοσία, ανίατες ασθένειες της φυλής μας, θά ήταν οι αιτίες της πτώσης του Σουλίου.
Τά οθωμανικά στρατεύματα ανεχώρησαν από τά Ιωάννινα καί στήν διαδρομή τους έγινε γνωστό ότι κατευθύνονταν νά υποτάξουν τούς γκιαούρηδες πού αψηφούσαν τό νόμο του Ισλάμ, τους άπιστους Σουλιώτες. Ο Βεζίρης θά έζωνε τό Σούλι από όλες τίς πλευρές. Ο ίδιος μέ χίλιους άντρες έστησε τό αρχηγείο του στή Λίπα. Ο Σιλιχτάρ Μπόντα μέ δύο χιλιάδες, έπιασε τό κάστρο της Μπογόρτσας, οι στρατηγοί Χατζή Μπέντο, Μπεκίρ Τζογαδώρο καί Μουσταφά Ζυγούρη μέ τρείς χιλιάδες στρατοπέδευσαν στήν Ζερμή, ενώ ένα σώμα μέ αρχηγούς τόν Γιουσούφ Αράπη, τόν Χασάν Τσαπάρη καί τόν Σουλεϊμάν Τζόπανο πέρασαν τό γεφύρι της Τσουκνίδας του Αχέροντα καί στρατοπέδευσαν στή Νεμίτσα. 


Γιά τήν οργάνωση της άμυνας των Σουλιωτών, ο αυτόπτης μάρτυρας Χριστόφορος Περραιβός μας διηγείται τά ακόλουθα:
"..συναθροισθέντες άπαντες πλησίον του ναού του αγίου Γεωργίου, καί συσκεφθέντες αποφάσισαν από μικρού έως μεγάλου, ή νά νικήσωσιν, ή ν'αποθάνωσι υπέρ Πατρίδος, μιμούμενοι τούς Πατέρας, Πάππους, καί προσπάππους αυτών, ούτοι πάντες δέν ήσαν πλείονες των δύο χιλιάδων μαχητών, εξ ών οι σημαντικώτεροι ήσαν:
Φώτος Τζαβέλλας, Δήμος Δράκος, Τούσας Ζέρβας, Τζήμας Ζέρβας, Κουτζονίκας, Γκόγκας Δαγκλής, Γιαννάκης Σέχος, Κωλέτζης Φωτομάρας, Πάσχος Λάλας, Βεΐκος Ζάρμπας, Θανάσης Πάνου, Γεώργιος Μπούζμπος, Ζηγούρης Διαμαντής, Πανταζής, Δότας, Κολιοδημήτρης, Αναστάσης Βάγιας, Κίτσος Πανταζής, Γιωργάκης Μπότζης, Γεώργιος Καραμπίνης, Κίτσος Πανομάρας."
Καί όμως παρά τίς ανώτερες δυνάμεις τους, οι Τουρκαλβανοί του πασά ταπεινώθηκαν πάλι απο τούς Σουλιώτες. Διακρίθηκε ο Φώτος Τζαβέλας πού σκότωσε ο ίδιος τόν Μουσταφα Ζυγούρη σέ μία μάχη στό Σειστρούνι, αναγκάζοντας τούς εχθρούς σέ άτακτη φυγή, ενώ τρείς μέρες μετά, έπεσε σάν κεραυνός, μέσα στή βροχερή νύκτα, στό στρατόπεδο των Τσάμηδων στή Βριζάχα καί τούς εξόντωσε μέχρι ενός.
Ο Αλής λύσσαξε από τό κακό του καί γύρισε στά Γιάννενα, αλλά αυτή τή φορά άφησε τά στρατεύματα στίς θέσεις τους, δίνοντας εντολές νά κατασκευαστούν πύργοι γύρω από τά Σουλιωτοχώρια, ώστε νά αποκλειστούν οι Σουλιώτες από τίς γύρω περιοχές καί ιδιαίτερα από τήν Πάργα, από όπου προμηθεύονταν τίς τροφές τους.
Οι χειμώνες του 1801 καί του 1802 αποδείχτηκαν πολύ σκληροί καί αδυσώπητοι γιά τούς Σουλιώτες. Η πείνα καί το κρύο τούς θέρισε, "..τά σώματά τους εκατεστάθηκαν ξηρότατα, τά πρόσωπα κατάμαυρα, τά όμματα άγρια, τά ποδάρια κλονούμενα ένθεν κακείθεν από τήν πείναν..." (Υδρωμένος), ενώ μάταια προσπαθούσαν νά σπάσουνε τόν αποκλεισμό γιά νά προμηθευτούν λίγο αλεύρι καί λίγο καλαμπόκι. Οι συνεχείς νυκτερινές επιδρομείς κατά των πύργων πού τούς είχαν κλείσει τά περάσματα δέν απέφεραν αποτέλεσμα. 


Ο Βεζύρης προσπάθησε καί μέ χρήματα νά εξαγοράσει τό Σούλι. Ο Περραιβός μάς διασώζει τήν λακωνική καί ταυτόχρονα πατριωτική απάντηση πού έδωσαν οι φτωχοί καί αγράμματοι αυτοί χωριάτες, τήν ίδια ώρα πού ψυχορραγούσαν, καί εμείς ας τήν συγκρίνουμε μέ τίς απαντήσεις καί τήν διπλωματία πού ασκούν οι απόφοιτοι των Πανεπιστημίων καί πάμπλουτοι ηγέτες της σύγχρονης Ελλάδας:

"Βεζύρ Αλή Πασά σέ χαιρετούμεν

Η πατρίς μας είναι ασυγκρίτως γλυκυτέρα καί από τά πουγκιά σου καί από τούς ευτυχείς τόπους, τούς οποίους υπόσχεσαι νά μας δώσης, όθεν ματαίως κοπιάζεις, επειδή η ελευθερία μας δέν πωλείται, ούτ'αγοράζεται σχεδόν μέ όλους τούς θησαυρούς της γής, παρά μέ τό αίμα, καί θάνατον έως του τελευταίου Σουλλιώτου."

Τό 1803 η κατάσταση των Σουλιωτών έγινε ακόμα πιό δύσκολη. Ο παμπόνηρος Βεζύρης κάλεσε τόν Κίτσο Μπότσαρη νά πάει στό Σούλι νά διαπραγματευτεί ειρήνη, μέ τόν όρο νά εξορισθεί ο Φώτος Τζαβέλας. Ο κρυφός του σκοπός ήταν νά σπείρει τή διχόνοια ανάμεσα στούς δύο αρχηγούς, κάτι πού τό κατάφερε, αφού ο Φώτος δυσαρεστημένος από τήν αποδοχή του σχεδίου από τούς συμπατριώτες του, πυρπόλησε τό σπίτι του καί αποχώρησε από το Σούλι μέ τήν οικογένειά του. Ο Αλής έτριβε τά χέρια του από τήν ικανοποίηση καί κάλεσε τώρα τόν Τζαβέλα στά Γιάννενα, θέτοντας νέους όρους γιά τό Σούλι. Αφού οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν έριξε τόν Φώτο στά μπουντρούμια, στερώντας τούς Σουλιώτες από τόν ικανότερο αρχηγό τους.


Τήν αρχηγία τώρα των στρατευμάτων τήν είχε αναλάβει ο άλλος γιός του βεζύρη, ο Βελής ο οποίος κατάφερε στό μεταξύ νά πατήσει τόν Αβαρίκο, τή Σαμονίβα καί τήν Κιάφα, περιορίζοντας τούς Σουλιώτες στό Κούγκι (ράχη στά αρβανίτικα) καί στά βράχια της Μπίρας (τρύπα στα αρβανίτικα).
Τώρα σειρά είχε η προδοσία, η οποία θά έδινε τήν χαριστική βολή στήν ανυπότακτη καί περήφανη εκείνη γωνιά της Ηπείρου. Πήλιος Γούσης ήταν τό όνομα του προδότη, ο οποίος παρουσιάσθηκε μία νύκτα στόν Βελή καί του ζήτησε 9000 γρόσια γιά νά οδηγήσει τούς Τουρκαλβανούς του μέσα στό Σούλι, όπως καί έγινε στίς 25 του Σεπτέμβρη του 1803.
Οι Σουλιώτες αιφνιδιάστηκαν καί αποτραβήχτηκαν στόν Αγιο Δονάτο, έχοντας στά νώτα τους τό Κούγκι, όπου βρισκόταν τό μικρο φρούριο της Αγίας Παρασκευής, πού είχε κατασκευάσει ο μοναχός Σαμουήλ. Ο Βελής αμέσως έστειλε κήρυκες στά Γιάννενα νά διαλαλήσουν τήν κατάληψη του Σουλίου, ο δέ πατέρας του μόλις έμαθε τά νέα, έβγαλε τόν Φώτο Τζαβέλα από τά μπουντρούμια καί κρατώντας ομήρους τήν οικογένειά του, τόν έστειλε στούς συντρόφους του γιά νά τούς πείσει νά εγκαταλείψουν μιά γιά πάντα τήν πατρίδα τους. 


Ενώ ο Κίτσος Μπότσαρης καί ο γέρο Κουτσονίκας είχαν υπογράψει συνθήκη παράδοσης του Σουλίου, ο Φώτος αρνήθηκε νά προσυπογράψει καί στίς 7 του Δεκέμβρη του 1803, έδωσε στό Κούγκι τήν ύστατη μάχη, έχοντας στό πλευρό του τήν περίφημη Χάϊδω Σέχου, η οποία είχε γεμίσει τά δάκτυλά της μέ τά δακτυλίδια των Τούρκων πού σκότωνε σέ κάθε μάχη. Τελικά οι Σουλιώτες, περικυκλωμένοι καί απομονωμένοι καί έχοντας στά χέρια τους γραπτές εγγυήσεις από τό βεζίρη, ότι δέν θά τούς παρενοχλούσε, αποφάσισαν νά εγκαταλείψουν τήν πολιτεία τους στίς 12 Δεκέμβρη του 1803.
Οι φάλαγγες της εξόδου ήταν τρείς.
Η πρώτη μέ αρχηγούς Δήμο Δράκο, Φώτο Τζαβέλλα, Τζήμα Ζέρβα, Γκόγκα Δαγκλή καί Πανομαρά κινήθηκε δυτικά πρός τήν Πάργα.
Η δεύτερη κινήθηκε κατά τήν Πρέβεζα καί η τρίτη μέ αρχηγούς Κίτσο καί Νότη Μπότσαρη, Κουτσονίκα, Παλάσκα, Κολέτση καί Φωτομάρα κινήθηκε κατά τό Ζάλογγο.
Ξαφνικά οι Σουλιώτες πού έφευγαν, άκουσαν μία τρομερή έκρηξη σάν σεισμό καί κατάλαβαν ότι ο καλόγερός τους ο Σαμουήλ δέν θά άφηνε ποτέ τό Σούλι. Θάφτηκε κάτω από τό κάστρο στό Κούγκι, παίρνοντας καί αυτός μέ τή σειρά του μία θέση στά Ηλίσια πεδία. 


Τήν πρώτη φάλαγγα τή κτυπήσανε οι Αρβανίτες του Σιλλικτάρ Μπόντα, κοντά στήν Πάργα αλλά επειδή οι Σουλιώτες ήταν πολυάριθμοι καί έλαβαν βοήθεια από τούς Παργινούς κατάφεραν νά φτάσουν στή σωτηρία μέ μικρές απώλειες. Οι άλλες δύο όμως φάλαγγες των Σουλιωτών, πού ήταν καί πιό ολιγάριθμες είχαν πολύ τραγική κατάληξη. Τήν φάλαγγα των Μποτσαραίων τήν κτύπησε ο Μπεκήρ Τζογαδώρος στό Ζάλογγο. Οι Σουλιώτες γιά δύο μερόνυκτα έδωσαν μάχη καί όταν τούς έλειψαν τά φυσέκια, έκαναν νυκτερινή έξοδο μέ τά σπαθιά στά χέρια. Πολλοί σκοτώθηκαν, οι αρχηγοί έσπασαν τόν κλοιό, αλλά εξήντα γυναίκες μέ τά μωρά στά χέρια δέν κατάφεραν νά ξεφύγουν καί απομονώθηκαν στήν κορυφή ενός γκρεμού.
Εσυραν τότε μέ αργό ρυθμό τό χορό του θανάτου καί όποια έφτανε στά χείλη του βαράθρου, πέταγε τό παιδί της καί μετά έπεφτε καί η ίδια. Οταν οι βάρβαροι ανέβηκαν στήν κορυφή, δέν είχε μείνει ούτε μιά γυναίκα γιά νά τήν αρπάξουν. Κείτονταν όλες νεκρές στήν άβυσσο καί τό πυκνό χιόνι πού έπεφτε τίς σκέπαζε, αλλά η θύμησή τους δέν θά σκεπαστεί καί δέν πρέπει νά σκεπαστεί, όσο καί αν προσπαθήσουν οι σύγχρονοι νοσταλγοί της Οθωμανοκρατίας καί οπαδοί του πολυπολιτισμού.


Τά μαρτύρια όμως των Μποτσαραίων δέν τελείωσαν ακόμα. Ο Αλής ειδοποιημένος από άλλον προδότη, τόν Κώστα Πουλή, έστειλε τόν Αγο Μουχουρδάρη μέ επτά χιλιάδες ανδρες, γιά νά τούς αποτελειώσει. Οι Σουλιώτες, μαζί μέ τό νεαρό τότε Μάρκο (γιό του Κίτσου Μπότσαρη), ταμπουρώθηκαν στό μοναστήρι του Σέλτσου καί άντεξαν γιά τρείς μήνες τήν πολιορκία. Τόν Απρίλη όμως του 1804, άλλος προδότης, ο Γιώργης Κίριος, οδήγησε από κρυφό μονοπάτι τούς Τούρκους στό μοναστήρι.
Ο Γιάννης Μπότσαρης σκοτώθηκε, ενώ ο Νότης έπεφτε μισοπεθαμένος από τίς λαβωματιές. Ακολούθησαν στιγμές φρίκης καθώς οι Τούρκοι χυμούσαν νά αρπάξουν τά γυναικόπαιδα. Η εικοσάχρονη Λένω, κόρη του Νότη, στήν όχθη του Ασπροποτάμου, σκότωσε τόν πρώτο Τούρκο πού τήν άρπαξε, ενώ μέ τόν δέυτερο Τούρκο βούτηξε μέσα στό ποτάμι καί δέν ξαναφάνηκε.
Από τότε τό μέρος εκείνο έμεινε μέ τό όνομα: "Τό πήδημα της καπετάνισσας." 

Αντίστοιχη ήταν καί η μοίρα όσων κινήθηκαν κατά τήν Πρέβεζα. Οι Τουρκαλβανοί τούς πρόλαβαν καί τούς επιτέθηκαν στή Ρηνιάσα. Ανάμεσα στούς Σουλιώτες ήταν η Δέσπω, γυναίκα του Γιώργη Μπότση, η οποία μαζί μέ τίς κόρες της, τίς νύφες της καί τά εγγόνια της, έντεκα συνολικά, πρόλαβε νά κλειστεί στόν Κουλά της οικογένειάς της (κουλάς σημαίνει πύργος στά τούρκικα). Οι γυναίκες πολεμήσαν σάν άνδρες τόν εχθρό, ο οποίος όμως πάτησε τόν πύργο. Η γριά Δέσπω μόλις είδε τόν πρώτο αλλόθρησκο, έρριξε τό δαυλί στο μπαρούτι καί έγινε τραγούδι.

"Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν.
Μήνα σέ γάμο ρίχνονται, μήνα σέ χαροκόπι;
Ούτε σέ γάμο ρίχνονται, ούτε σέ χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο μέ νύφες καί μ'αγγόνια.
Αρβανιτιά τήν πλάκωσε στου Δημουλά τόν πύργο.
-Γιώργαινα, ρίξε τ'άρματα, δέν είναι δώ τό Σούλι.
Εδώ 'σαι σκλάβα του πασά, σκλάβα των Αρβανίτων.
-Τό Σούλι κι'αν προσκύνησε κι'αν τούρκεψεν η Κιάφα,
η Δέσπω στό χέρι άρπαξε, κόρες καί νύφες κράζει:
-Σκλάβες Τουρκών μή ζήσουμε παιδιά μαζί μ'ελάτε!
καί τά φυσέκια τ'άναψε κι'όλες φωτιά γινήκαν"

Αλλες εστίες αντίστασης της Ρωμιοσύνης βρίσκονταν στή Ρούμελη, τή Θεσσαλία καί τή Μακεδονία. Οι κλέφτες του Ολύμπου καί οι αρματολοί των Αγράφων αψηφούσαν τούς νόμους των πασσάδων καί πολεμούσαν τήν Τουρκιά. Ενας από αυτούς ήταν ο παπά Θύμιος Μπαχλάβας. Κατάγοταν από ένα χωριό της Καλαμπάκας καί μαζί μέ τά αδέλφια του Δημήτρη καί Θόδωρο κυριάρχησαν στά Χάσια αλλά καί στόν Όλυμπο. Ο Αλής όμως έστειλε αλλεπάλληλα στίφη Αλβανών γιά νά τόν κτυπήσει καί ο παπα Θύμιος κατέφυγε στή Σκιάθο, όπου μαζί μέ Νικοτσάρα, Σταθά, Ρομφέη, Κολοκοτρώνη, Λάζο καί άλλους οπλαρχηγούς οργάνωσαν πειρατικό στόλο κτυπούσαν τούρκικα πλοία, έκαναν επιδρομές στά παράλια της Μικράς Ασίας, καί κατέσφαζαν τούς μουσουλμανικούς πληθυσμούς. Τό κάθε πλοίο έφερε τό όνομα της ιδιαίτερης πατρίδας του κάθε καπετάνιου, όπως Βάλτος, Μωρηάς, Ρούμελη, Όλυμπος, Κασάντρα ενώ γενικός αρχηγός του στόλου είχε οριστεί ο Γιάννης Σταθάς.


Ο Μπαχλάβας επανήλθε στή Θεσσαλία καί κύρηξε επανάσταση στίς 29 Μαΐου 1808, επέτειο της άλωσης της Πόλης. Ο Αλή πασάς αντέδρασε αμέσως καί έστειλε τόν γιό του Μουχτάρ μέ πέντε χιλιάδες Τούρκους καί Αλβανούς γιά νά καταστείλει τήν επανάσταση. Ο Μουχτάρ, βοηθούμενος από τόν προδότη αρματωλό του Μετσόβου Δεληγιάννη, αιφνιδίασε τα αδέλφια Δημήτρη καί θεόδωρο Μπαχλάβα πού είχαν οχυρωθεί στό Καστράκι των Μετεώρων μέ εξακόσιους Ρωμηούς καί τούς εξόντωσε μέχρι ενός. Τά κεφάλια των πεσόντων τά πάστωσε καί τά έστειλε στά Γιάννενα.
Ο παπά Θύμιος πού δέν πρόλαβε νά βοηθήσει τά αδέλφια του, συνελήφθη ύστερα από δόλο καί ο βεζύρης των Ιωαννίνων τόν βασάνισε απάνθρωπα, όπως εκείνος γνώριζε, γιά νά του αποκαλύψει καί άλλα ονόματα επαναστατών.
Ο Σπύρος Μελάς περιγράφει τό μαρτύριο του Μπαχλάβα: "Τόν ξαπλώσανε πάνω στό μακρύ πάγκο, τόν δέσανε μάνι-μάνι μέ τίς αλυσίδες απ' τό στήθος, τή μέση, του περάσανε τά σιδερένια βραχιόλια, χέρια καί πόδια. Τους είχανε κάνει μαστόρους, ειδικούς καί σπουδαίους στην τέχνη, αυτούς τούς γύφτους, τους ατσίγγανους μπόγηδες. Κι' αρχίζουνε, μέ τά χαντζάρια, νά τόν λιανίζουνε σαν τό κριάρι. Καί δέ βιάζονται - δέ βιάζονται καθόλου. Μιά πρώτη χαντζαριά του κόβει τά δάχτυλα των ποδιών. Τό αίμα τινάζεται, άλικα, μικρά συντριβάνια. Καί δέυτερη χαντζαριά καί τρίτη καί τέταρτη. Του λιανίζουνε τά χέρια, του ανοίγουνε τά σπλάχνα.
- Μαρτύρα ορέ Βλαχάβα!
Μα ο παπα-Θύμιος δέν μίλησε.." 


Ο Νικοτσάρας ήταν ένας ακόμα σημαντικός καπετάνιος πού έδρασε εκείνη τήν περίοδο στή Μακεδονία αλλά καί στά νησιά της Ασπρης θάλασσας, όπως λέγανε τότε τό Αιγαίο. Γιός του Πάνου Τσάρα, ο οποίος ήταν πρωτοπαλλήκαρο του Ζήδρου, όταν δολοφονήθηκε ο πατέρας του, ανέλαβε στρατιωτικά καθήκοντα σέ νεαρή ηλικία καί ξεχώρισε γιά τήν τόλμη του, καί τήν αποφασιστικότητά του. Τά ορμητήρια του στολίσκου του ήταν η Σκόπελος καί η Σκίαθος. Τόν Ιούλιο του 1807, ο Νικοτσάρας μέ 400 άντρες, αποβιβάσθηκε στό Σταυρό Χαλκιδικής μέ σκοπό νά κινηθεί στή Σερβία καί νά βοηθήσει τούς Σέρβους πού είχαν επαναστατήσει κατά των Οθωμανών. Μέ τό μικρό του εκστρατευτικό σώμα κινήθηκε βόρεια, έχοντας υψώσει τήν ημισέλινο γιά νά εξαπατήσει τούς Τούρκους. Εγινε όμως αντιληπτό τό τέχνασμά του και κινήθηκαν εναντίον του αναρίθμητες στρατιές Γιουρούκων (Γιουρούκοι ή Κονιάρηδες ήταν Τούρκοι μετανάστες από τό Ικόνιο της Μικράς Ασίας πού εποίκησαν τήν Μακεδονία, προκειμένου νά αλλοιώσουν τόν πληθυσμό της). Ο Νικοτσάρας πολέμησε μερόνυκτα στίς Σέρρες, τό Νευροκόπι, τή Ζίχνα καί διατρέχοντας ορεινά μονοπάτια καί ποτάμια κατάφερε νά φθάσει στό Αγιον Ορος, καί νά σωθεί, ύστερα από δίμηνη ταλαιπωρία καί έχοντας μείνει μόνο μέ 50 άντρες. Ο Νικοτσάρας σκοτώθηκε λίγο αργότερα στό Λιτόχωρο, πολεμώντας εναντίον των κατακτητών καί τό σώμα του τό έθαψαν στή Σκίαθο. 


Θρυλικά ονόματα της κλεφτουριάς πού έδρασαν στά Αγραφα καί στό Καρπενήσι ήταν του Τσόγκα, του Λιακατά, του Δίπλα, του Λεπενιώτη, του Χασιώτη, του Μπουκουβάλα, του Λιβίνη, του Καφρίτσα, του Κατσικογιάννη και του Κατσαντώνη. Ο Κατσαντώνης ήταν Σαρακατσάνος γεννήθηκε τό 1775 καί από μικρός πήρε τά βουνά μαζί μέ τά αδέλφια του Γιώργο (Χασιώτη) καί Κώστα (Λεπενιώτη) καί ενώθηκε μέ τούς κλέφτες του θείου του, τού περίφημου Δίπλα.
Ο Αλής τόν έπιασε καί τόν φυλάκισε, σέ ηλικία 25 ετών καί του πρότεινε να γίνει τζοχαντάρης (σωματοφύλακας). Οταν αυτός αρνήθηκε τόν βασάνισε, τόν φυλάκισε αλλά εκείνος κατόρθωσε νά δραπετεύσει καί ορκίστηκε νέ εκδικηθεί τον τύραννο. 

Η πρώτη σύγκρουση του Κατσαντώνη με τους Τουρκαλβανούς έγινε στην Τριφύλλα της Ευρυτανίας το 1802, όπου οι 300 Τουρκαλβανοί υπό τον δερβέναγα Ιλιάσμπεη έπαθαν πανωλεθρία και ο ίδιος ο αγάς σκοτώθηκε από τον Κατσαντώνη.
Ο αιμοσταγής Γιουσούφ Αράπης ανέλαβε νά εξοντώσει τότε τόν οπλαρχηγό. Λεηλατώντας τά χωριά του Βάλτου καί του Ξηρόμερου, ο Γιουσούφ προκαλούσε τόν Κατσαντώνη νά έρθει νά τόν αντιμετωπίσει. Ο Ρωμηός καπετάνιος διάλεξε ο ίδιος τή θέση καί τό χρόνο της μάχης, η οποία έγινε στήν Κατούνα του Βάλτου καί κατέληξε μέ τήν εξόντωση 150 Αλβανών μισθοφόρων καί του αρχηγού τους Κουτσομουσταφάμπεη.
Τόν Ιούλιο του 1806 στήν περιοχή Του πουλιού η βρύση, κοντά στό Κεράσοβο Ευρυτανίας, νίκησε τόν Χασάν Μπελούση μέ τούς Αρβανίτες του.
Ο Αλής είχε λυσσάξει από τίς συνεχείς νίκες του γκιαούρη καί έστειλε τόν καλύτερο αξιωματικό του, τόν Βεληγκέκα γιά νά τόν εξοντώσει. Συναντήθηκαν στή θέση Αλαμάνου των Αγράφων τό Μάη του 1807. Ο Κατσαντώνης μονομάχησε μέ τόν Βεληγκέκα καί τόν σκότωσε, μέ αποτέλεσμα οι Αλβανοί νά υποχωρήσουν τρομοκρατημένοι. Τον Βελη-Γκέκα τον έφεραν στη Χρύσω και τον έθαψαν στο "Τουρκόμνημα", μέσα σε λαξευτό μνήμα. Απ' αυτό σώζονται και σήμερα ακόμη δυο πέτρες του και ένα κιονόκρανο.
Ο Κατσαντώνης έγινε ο θρύλος των Αγράφων, ο φόβος και ο τρόμος των Τορυρκαλβανών καί των κοτζαμπάσηδων, αλλά και ο στοργικός προστάτης καί αγαπημένος των χριστιανών και των αδικημένων. Μόνιμα και σίγουρα στέκια του καπετάνιου ήσαν τα Μοναστήρια της Τατάρνας και τ' Αι-Γιαννιού στο Παλαιοκάτουνο.
Τον Ιούνιο του 1807 ο Κατσαντώνης μαζί με το Γερο-Δίπλα, τον Κίτσο Μπότσαρη (γιό του Γιώργου καί πατέρα του Μάρκου) και άλλους καπεταναίους έδωσαν γενναία μάχη με τους Τούρκους στη γέφυρα Μανώλη, κοντά στό μοναστήρι της Τατάρνας. Στη μάχη εκείνη πιάστηκε αιχμάλωτος ο Κατσαντώνης, αλλά ο Γερο-Δίπλας θέλοντας να τον σώσει, έπεσε ο ίδιος ανάμεσα στους Τούρκους λέγοντας τους πως αυτός είναι ο Κατσαντώνης και όχι εκείνος, ο πραγματικός που συλλάβανε. Οι Τούρκοι, που δε γνώριζαν τον Κατσαντώνη, τον πίστεψαν και σκότωσαν το γέρο-Δίπλα. Έτσι σώθηκε τότε ο "αετός των Αγράφων", χάρη στήν αυτοθυσία του θείου του.


Τό καλοκαίρι του 1808, ο Κατσαντώνης αρρώστησε καί βρήκε καταφύγιο μαζί μέ τόν αδελφό του Χασιώτη καί πέντε παλληκάρια σέ μία σπηλιά στό Μοναστηράκι των Αγράφων. Ο Αλής, ενήμερος από τούς χαφιέδες του, έστειλε τόν Αγο Μουχουρτάρη νά ανακαλύψει "πάση θυσία" τόν Ρωμιό καπετάνιο. Μετά από προδοσία ο Μουχουρτάρης ανακάλυψε τό κρησφύγετο, συνέλαβε τά δύο αδέλφια καί τά οδήγησε στά Γιάννενα. Εκεί σύμφωνα μέ τόν Yemeniz"Οι δύο φυλακισμένοι καταδικάστηκαν νά συρθούν στόν τόπο εκτέλεσης, κάτω από ένα πελώριο πλατάνι, στήν πύλη των Ιωαννίνων καί νά τούς συντρίψουν τά μέλη πάνω στό αμόνι. Ο πασάς παρευρίσκονταν καθισμένος στή σκιά του πλατανιού καί απολάμβανε τό θέαμα των δύο αδελφιών νά συντρίβονται τά κόκκαλά τους καί νά βογκούν από τούς πόνους."

Κλέφτες - Αρματολοί - Αγγελοι της Ελευθερίας

Στά βουνά του Μωριά, της Ρούμελης, της Θεσσαλίας, της Ηπείρου καί της Μακεδονίας, φυσούσε καθαρός αέρας, αέρας γεμάτος λεβεντιά, περηφάνεια καί λευτεριά. Στά βουνά αυτά ανέπνεε η Ρωμιοσύνη, η ελεύθερη Ρωμιοσύνη, γιατί στούς κάμπους καί στίς πολιτείες, οι ραγιάδες ασφυκτιούσαν από τήν μπόχα της μιζέριας, της ταπεινοσύνης, της δουλοπρέπειας, του προσκυνήματος. Ο Προμηθέας έκλεψε τή φωτιά από τούς θεούς καί τήν έδωσε στούς ανθρώπους καί οι κλεφταρματολοί έκλεβαν από τούς πασσάδες καί τούς τουρκοπροσκυνημένους κοτζαμπάσηδες γρόσια καί έδιναν ελπίδα στούς ραγιάδες.
Οι κλέφτες δέν υπήρξαν άγιοι, υπήρξαν όμως ανυπότακτοι, δέν ήταν πολιτισμένοι ήταν όμως απροσκύνητοι, δέν ήταν μορφωμένοι ήταν όμως περήφανοι. Η "μαγιά της λευτεριάς", όπως τούς χαρακτηρίζει ο Μακρυγιάννης, ήταν αυτοί πού θά αποτελούσαν τήν ώρα του ξεσηκωμού τά βασικά στρατιωτικά στελέχη πού θά καθοδηγούσαν τίς μάζες των χωρικών, θά οργάνωναν τά στρατιωτικά σώματα καί θά ταπείνωναν γιά εννέα χρόνια τόν οργανωμένο στρατό της μεγαλύτερης στρατιωτικής αυτοκρατορίας εκείνης της εποχής, μίας αυτοκρατορίας πού ξεκινούσε από τόν Δούναβη καί τόν Καύκασο καί έφθανε στήν Αίγυπτο καί τήν Υεμένη.
Ο Γέρος του Μωριά αναφέρει στα απομνημονεύματά του, πού έγραψε ο Τσερτσέτης: "Αυτό τό είδος της ζωής πού κάναμε, μάς βοήθησε πολύ εις τήν επανάσταση, διότι ηξεύραμεν τά κατατόπια, τούς δρόμους, τίς θέσεις, τούς ανθρώπους, εσυνειθίσαμεν νά καταφρονούμεν τούς Τούρκους, νά υποφέρωμεν τήν πείναν, τήν δίψαν, τήν κακοπάθειαν, τήν λέραν καί καθεξής."


Oι κλέφτες γνώριζαν άριστα τήν τακτική της ένεδρας καί του αιφνιδιασμού, ο "κλεφτοπόλεμος"   ευνοήθηκε από τήν ορεινή διαμόρφωση του χώρου. "Νά μήν σέ βρεί η αυγή εκεί πού έστρωσες νά κοιμηθείς", έλεγαν, δηλαδή οι κλέφτες ήταν σέ μία διαρκή κίνηση, μέρα καί νύκτα, γιά νά μήν εντοπιστούν από τά τακτικά στρατεύματα του κατακτητή πού αδυνατούσαν νά τούς ακολουθήσουν σέ τέτοιους ρυθμούς. Οι ξαφνικές επιθέσεις "γιουρούσια" ή "γιούρια" σκορπούσαν τούς εχθρούς, ενώ όταν οι κλέφτες έκαναν τακτικό πόλεμο, φυλάσσονταν στά "ταμπούρια", πού ήταν φυσικά οχυρώματα. Σέ περιόδους ξεκούρασης, η διασκέδαση ήταν η πολεμική άσκηση, η σκοποβολή, τό λιθάρι, τό τρέξιμο καί τό πήδημα, ενώ τό σούβλισμα των αρνιών ήταν ο γρήγορος τρόπος διατροφής. 



"Μάνα, σου λέω δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω.
Δεν ημπορώ, δεν δύναμαι, εμάλλιασε η καρδιά μου.
Θα πάρω το ντουφέκι μου να πάω να γενώ κλέφτης
να κατοικήσω στα βουνά και στις ψηλές ραχούλες.
θα φύγω μάνα και μην κλαις μόν' δος μου τη ευχή σου
κι ευχήσου με, μανούλα μου, Τούρκους πολλούς να σφάξω.

Ορκο έχω τό σπαθί μου
καί σταυρό στό χαϊμαλί μου
Τούρκο ναύρω νά σκοτώσω
καί Ρωμιό νά ξεσκλαβώσω.

Μαύρη ζωή που κάνομε εμείς οι μαύροι κλέφτες.
Ποτέ μας δεν αλλάζαμε και δεν ασπροφορούμε.
Ολημερίς στον πόλεμο τη νύχτα καραούλι.
Δώδεκα χρόνους έκαμα στους κλέφτες καπετάνιος.
Ζεστό ψωμί δεν έφαγα γλυκό κρασί δεν ήπια,
τον ύπνο δεν εχόρτασα, του ύπνου τη γλυκάδα"

Οι αρματολοί ως γνωστόν ήταν στρατολογημένα όργανα από τόν κατακτητή, γιά νά καταδιώκουν τούς κλέφτες, αλλά διώκτης καί διωκόμενος τίς περισσότερες φορές δέν ξεχώριζαν, καί όπως έλεγε ο αρματωλός Οδυσσέας Ανδρούτσος όταν πελεμούσε μέ τόν κλέφτη γερο-Πανουργιά, ".. τό κάνα γιά νά γίνεται θόρυβος καί νά ακούει ο Αλής ότι κτυπιόμαστε καί μετά σμίγαμε". Τά "καπάκια" ήταν ψεύτικες συμφωνίες πού έκαναν οι αρματολοί μέ τούς μπέηδες, γιά νά τούς πληρώνουν τούς "λουφέδες" (μισθούς των παλληκαριών), μέχρι πού σέ κατάλληλη στιγμή κτυπούσαν τά πασσαλίκια σέ συνεργασία μέ τούς κλέφτες. Ο ραγιάς χωρικός συνήθιζε νά λέει: "Και στον κλέφτη ψωμί και στον αρματολό χαμπέρι".
Φημισμένοι κλεφταρματολοί της Μακεδονίας ήταν οι Τζαχιλαίοι στή Ραψάνη, ο Καρατάσος καί Γάτσος στή Βέροια, ο Ρομφέης στή Νάουσα, οι Ζιακαίοι στά Γρεβενά, ενώ νοτιότερα έδρασαν: στά Αγραφα ο Μηλιώνης, ο Ζήδρος, ο Γιάννος Μπουκουβάλας, ο Ισκος, οι Γιολδασαίοι, ο Ράγκος, ο Σαφάκας, στό Πατρατζίκι (Υπάτη) οι Κοντογιανναίοι, στόν Ασπροπόταμο (Αχελώο) ο Στουρνάρης, στα Χασια οι Μπαχλαβαίοι, στόν Ολυμπο οι Λαζαίοι, στό Καρπενήσι οι Βλαχόπουλοι.
Στα 1780 έδρασε καί ο κλεφταρματολός του Καρπενησίου Καφρίτσας πού αρνήθηκε να δηλώσει υποταγή στον ντερβέν-ντιζίρη Αλή πασά, κι εκείνος έριξε εναντίον του το φοβερό Γιουσούφ Αράπη, που στα 1789 πήρε σβάρνα τ' ’γραφα με 3 χιλιάδες Τουρκαλβανούς, τον κύκλωσε στο σπίτι του και, αφού τον συνέλαβε, τον έγδαρε ζωντανό. Στή Βόνιτσα ξεχώρισαν οι Γριβαίοι, στό Ξηρόμερο οι Βαρνακιώτηδες, στό Βάλτο οι Σταθάδες, στόν Παρνασσό ο Ανδρίτσος. 

Στήν Πελοπόννησο δέν είχε εφαρμοστεί τό αρματολίκι, αν καί ήταν μία χώρα σέ μόνιμη εξέγερση καθ'όλη τή διάρκεια της τουρκοκρατίας.
Φημισμένοι κλέφτες ήταν ο Παναγιώταρος Βενετσανάκης, ο Θεόδωρος Καράμπελας, ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης (πατέρας του Θοδωράκη) καί ο θρυλικός Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης. Ο Ζαχαριάς κυνηγούσε όχι μόνο τούς πασάδες, αλλά καί τούς κοτζαμπάσηδες πού συνεργάζονταν μέ τόν κατακτητή καί πλούτιζαν εις βάρος του φτωχού ραγιά.
Στό παρακάτω γράμμα, τούς ζητάει χρήματα γιά νά πληρώσει τούς μισθούς των παλληκαριών του, γιατί δέν πρέπει νά ξεχνάμε ότι η συντήρηση καί διατροφή εκατό, διακοσίων ή καί παραπάνω μαχητών ήταν μία επίπονη καί δαπανηρή προσπάθεια:" ... Εβγήκα πού βγήκα [κλέφτης], αλλά νά μέ βοηθάτε στούς λουφέδες νά είμαι φύλακας των χριστιανών καί προστάτης αυτών. Εχω συντρόφους πολλούς καί γυρεύουν λουφέδες γιά νά ησυχάσουν. Πώς θά ζήσωμεν εμείς; Έχομεν τή γενεά του Παναγιώταρου από τήν Καστάνιαν, τόν Καράμπελα, τό Μακρυγιάννη, τούς Πετμεζαίους, τόν Κολοκοτρώνη, τό Νικήτα, τόν Αναγνωσταρά, τό Γιώργο τόν Κουντάνη, τό Σταματέλο τόν Αλεποχωρίτη, τόν Πέτρο τόν Μαντάν, τόν Μητροπέτροβα, τό Μητρομάρα, καπετανάτα 24 καί θέλουν έξοδα καί λουφέδες. Αν δέν διορθώστε να πληρωνόμαστε σέ ούλα τά βιλαέτια, θά βροντήση τό ντουφέκι, καί σπαθί καί φωτιά στούς φαγάδες, καί θά πάρη ο διάβολος τήν Τουρκιά καί τούς τουρκολάτρες." (Α ρέ Ζαχαριάς πού χάθηκε τήν σήμερον ημέρα....) 


Aπό τόν φιλόλογο Καργάκο παραθέτω μερικά αποσπάσματα από τήν δράση του Ζαχαριά γιά νά βγάλουμε συμπεράσματα γιά τό πνεύμα καί τό ύφος των ανθρώπων πού αποφάσισαν νά φύγουν από τίς πολιτείες καί νά ζήσουν στά βουνά, αψηφώντας τό κρύο, τό χιόνι, τήν πείνα, τήν κούραση, αψηφώντας πάνω από όλα τόν θάνατο.
Οταν ο μπουλούκμπασης του πασά της Τριπολιτσάς, επιτέθηκε στό Ζαχαριά, κατατροπώθηκε καί βλέποντας τήν καταστροφή έστειλε ένα γράμμα στόν καπετάνιο, ζητώντας του νά αποσυρθεί στή δική του περιοχή καί νά μή χαλάει το ξένο βιλαέτι. Ο Ζαχαριάς του απάντησε ως εξής:
"Μορέ μπουλούκμπαση, όλα τά βιλαέτια είναι δικά μου, είναι πατρίδα μου! Εσένα η πατρίδα σου είναι η Μέκκα! Εγώ εδώ θά χύσω τό αίμα μου γιά τή σκλάβα μου πατρίδα.."
Αλλο περιστατικό μάς διασώζει ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Φραντζής στήν Ιστορία του, σύμφωνα μέ τό οποίο ένας ισχυρός Τούρκος της Μονεμβασιάς, ο Αλήμπεης, αγάπησε μία Ρωμηά, ζητώντας της νά αλλαξοπιστήσει καί νά τήν κάνει "χανούμη" (επίσημη σύζυγό του). Οταν αυτή αρνήθηκε, "Ιδών ο θηριωδέστατος Αλήμπεης τό αμετάθετον αυτής ήθος, διέταξε τρείς εκ των υπηρετών του, καί έθεσαν τούς μαστούς της νέας μεταξύ του σκεπάσματος εν τω μέσω μίας κασσέλας   καί αναβάντες οι τρείς υπηρέται, επάτουν τό σκέπασμα του κιβωτίου εις τρόπον ώστε εκόπησαν από τήν ορμήν οι μαστοί της Ελληνίδος, ήτις εν ακαρεί εξέψυξε..."
Ο Ζαχαριάς, όταν έμαθε τό φρικτό περιστατικό, έβαλε ανθρώπους νά παρακολουθούν τόν Αλήμπεη. Οταν αυτός ξεκίνησε γιά τή Μονεμβασιά, του έστησε ενέδρα, τόν σκότωσε καί τόν έκοψε κομμάτια, τά οποία έστειλε στήν Μονεμβασιά, μέ ένα γράμμα πού έλεγε: "Τοιαύτα δοκιμάζουν όσοι Οθωμανοί παραβιάζουν τήν τιμήν καί τήν θρησκείαν των χριστιανών."


Ο Ζαχαριάς δολοφονηθηκε τόν Ιούλιο του 1804, από ρωμέϊκο χέρι, σε ηλικία 38 ετών. Γιά τόν Θοδωράκη Κολοκοτρώνη, όταν τόν είχε δεί νά χορεύει κλέφτικα τραγούδια, με τό όπλο στόν ώμο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι είχαν αφήσει τά όπλα τους, είχε πεί:"Ρέ σείς, αν πεθάνω, αυτός καμιά βολά θά γίνει καπετάνιος σας."

Δασκαλογιάννης

Στήν Κρήτη, αδούλωτη περιοχή υπήρξαν τά Σφακιά. Οι Σφακιανοί, σαν τούς Μανιάτες, είχαν σχετική αυτομομία, δέν ζούσε ούτε ένας Τούρκος στήν περιοχή τους, πλήρωναν ελάχιστους έως καθόλου φόρους, ασχολούνταν μεταξύ άλλων καί μέ τή θάλασσα καί ήταν άριστοι πολεμιστές. Αντίθετα οι Κρητικοί των πεδινών περιοχών ήταν συμβιβασμένοι μέ τήν κατάσταση καί ανέτοιμοι νά εναντιωθούν στρατιωτικά στόν κατακτητή.
Χαρακτηριστική μορφή αδούλωτου Σφακιανού ήταν ο Δασκαλογιάννης, γεννημένος τό 1730 στό χωριό Ανώπολη Σφακίων. 

Οταν, τό 1770, ο "Μόσκοβος" κατέβηκε στή "Ρωμανία", επικράτησε αναβρασμός στήν Κρήτη, όπως είχε συμβεί στίς υπόλοιπες τουρκοκρατούμενες περιοχές.
Οι Σφακιανοί αμέσως οργανώθηκαν σέ επαναστατικά σώματα καί στίς 25 Μαρτίου 1770, δεκάδες παπάδες πάνοπλοι και δύο χιλιάδες επαναστάτες με τους καπετάνιους τους, ύστερα από μια πανηγυρική λειτουργία, κήρυξαν την επανάσταση καί εξόντωσαν μέ ευκολία τίς μικρές τουρκικές φρουρές καί τούς Τουρκοκρητικούς του κάμπου. Αρχηγοί των επαναστατών, ήταν ο Δασκαλογιάννης, ο Μανούσακας, ο Γιωργάκης, ο Βουρδουμπάς, ο Χούρδος, ο Μπουνάτος, ο παπα Σήφης, ο Βολούδης, ο Μωράκης, ο Σκορδίλης.
Τόν Μάϊο του 1770, οι Τούρκοι εισέβαλλαν στά Σφακιά μέ ανώτερες δυνάμεις καί οι μάχες πού   ακολούθησαν ήταν άγριες καί φονικές μέ απώλειες καί από τίς δύο μεριές. Οι Σφακιανοί κρύφτηκαν μέσα στά φαράγγια καί στίς απάτητες κορυφές των βουνών καί από εκεί κτυπούσαν αιφνιδιαστικά τόν εχθρό. Περικυκλωμένοι από παντού, χωρίς βοήθεια καί εφόδια καί απογοητευμένοι από τούς Ρώσους, οι Σφακιανοί έβλεπαν τά χωριά τους καί τίς σοδειές τους νά καίγονται. 

Ενώ όμως τά γυναικόπαιδα τά είχαν φυγαδέψει μέ καράβια, η κόρη του Δασκαλογιάννη, η Μαρία, αιχμαλωτίσθηκε από τούς επιδρομείς. Ο πασάς τότε ζήτησε από τόν αρχηγό νά παραδοθεί αν θέλει νά ζήσει η κόρη του καί ταυτόχρονα υποσχέθηκε γενική αμνηστία καί αποχώρηση των δυνάμεών του από τά Σφακιά. Ο φιλότιμος αρχηγός, αν καί γνώριζε τό τέλος του, παραδόθηκε καί οδηγήθηκε στο Μεγάλο Κάστρο (Ηράκλειο).
Στίς 17 Ιουνίου 1771, τον έσυραν στους δρόμους του Ηρακλείου γιά νά τόν δούν όλοι οι μουσουλμάνοι καί νά μαζευτούν στην πλατεία της ανατολικής πύλης του Μεγάλου Κάστρου, οπου θά γινόταν η εκτέλεση. Εκεί είχαν ετοιμάσει ένα ψηλό κάθισμα, τό οποίο περιπεκτικά οι Τούρκοι τό είπαν "θρόνο" καί κάθισαν τόν Δασκαλογιάννη δεμένο χειροπόδαρα. Με τον φριχτό θάνατο που του ετοίμαζαν οι Τούρκοι, λογάριαζαν πως θα γελοιοποιούσαν τον πρώτο επαναστάτη της Κρήτης. Τότε ήρθε ένας γιανίτσαρος με ξυράφι στο χέρι καί έβαλε καί ένα καθρέπτη μπροστά από τόν ήρωα γιά νά βλέπει καί ο ίδιος τό μαρτύριό του. Ο δήμιος άρχισε να τον γδέρνει σιγά-σιγά, μαστορικά, σαν να τον ξύριζε. Έκοβε λουρίδες από το κεφάλι μέχρι το στήθος κι ύστερα άλλες προς την ωμοπλάτη. Πήδηξαν τα αίματα σάν συντριβάνι. Ο δήμιος έπαιρνε τις λουρίδες και τις πετούσε πάνω στο πλήθος.   Κάθε φορά που το ξυράφι έκοβε το κορμί του, ακουγόταν ένα πνιχτό μουγκρητό, μέχρι πού τό λεοντάρι της Κρήτης ξεψύχησε.

Θούριος Ρήγα Φεραίου
Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σα λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Σπηλιές να κατοικούμε, να βλέπουμε κλαδιά,
να φεύγωμ' απ' τον κόσμον, για την πικρή σκλαβιά;

Να χάνωμεν αδέλφια, πατρίδα και γονείς,
τους φίλους, τα παιδιά μας, κι όλους τους συγγενείς;
Κάλλιο είναι μιάς ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια, σκλαβιά και φυλακή.

Τι σ' ωφελεί αν ζήσεις, και είσαι στη σκλαβιά;
στοχάσου πως σε ψένουν, καθ' ώραν στην φωτιά.
Βεζύρης, δραγουμάνος, αφέντης κι αν σταθής
ο τύραννος αδίκως σε κάμνει να χαθής.

Δουλεύεις όλη ημέρα, σε ό,τι κι αν σε πει,
κι' αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιει.
Ο Σούτζος, κι ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής
Γκίκας και Μαυρογένης, καθρέπτης, ειν' να ιδής.

Ανδρείοι καπετάνοι, παπάδες, λαϊκοί,
σκοτώθηκαν κι αγάδες, με άδικον σπαθί.
Κι αμέτρητοι άλλοι τόσοι, και Τούρκοι και Ρωμιοί,
ζωήν και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά αφορμή.

Ελάτε με έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,
να κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον σταυρόν.
Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν
να βάλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Οι νόμοι να 'ν' ο πρώτος, και μόνος οδηγός,
και της πατρίδος ένας, να γένει αρχηγός.
Γιατί κι η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,
να ζούμε σαν θηρία, ειν' πιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον ουρανόν
ας πούμ' απ' την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.


Βιβλιογραφία

Ιστορία του Ελληνικού Εθνους - Εκδοτική Αθηνών
Τουρκοκρατούμενη Ελλάς - Κωνσταντίνου Σάθα, 1869
Στρατιωτική Ιστορία - Εκδόσεις Περισκόπιο
Η Μάνη καί η Οθωμανική Αυτοκρατορία - Απ. Δασκαλάκης, 1923
Προεπαναστατική Ελλάδα καί Οσμανικό κράτος - Νεοκλής Σαρρής
Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης - Σαράντος Καργάκος
Τό Λιοντάρι της Ηπείρου - Σπύρος Μελάς
Ιστορία του Σουλλίου - Χριστόφορος Περραιβός
Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως - Λάμπρος Κουτσονίκας





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes