ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ

ΜΕΤΑ ΤΟΝ ΧΕΙΜΩΝΑ ΕΡΧΕΤΑΙ Η ΑΝΟΙΞΙΣ




Σάββατο 31 Ιανουαρίου 2015

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Μυστήριο πρωτοφανές

Ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, Μυστήριο πρωτοφανές

Φώτης Κόντογλου


''Μυστήριον ξένον'', λέγει μνωδός, τ Γέννηση το Χριστο, τ ν γεννηθ σν νθρωπος, χι κανένας προφήτης, χι κανένας γγελος, λλα διος Θεός! νθρωπος, θ μποροσε ν φθάσει σ μία τέτοια πίστη; Ο φιλόσοφοι κα ο λλοι τετραπέρατοι σπουδασμένοι τανε δυνατ ν παραδεχθον να τέτοιο πράγμα; π τν κρισάρα τς λογικς τους δν μποροσε ν περάσει παραμικρ ψευτιά, χι να τέτοιο τερατολόγημα! Πυθαγόρας, μπεδοκλς κι λλοι τέτοιοι θαυματουργοί, πο τανε κα σπουδαοι φιλόσοφοι, δ μπορέσανε ν τος κάνουνε ν πιστέψουνε κάποια πράγματα πολ πιστευτά, κα θ πιστεύανε να τέτοιο τερατολόγημα; Γι᾿ ατ Χριστς γεννήθηκε νάμεσα σ πλος νθρώπους, νάμεσα σ πονήρευτους τσοπάνηδες, μέσα σέ μία σπηλιά, μέσα στ παχνί, πο τρώγανε τ βόδια.
Κανένας δν τν πρε εδηση, μέσα σε κενον τν πέραντο κόσμο, πο ξουσιάζανε ο ωμαοι. Γι τοτο εχε πε προφήτης Γεδεών, πς θ κατέβαινε συχα στν κόσμο, πως κατεβαίνει δροσι πάνω στ μπουμπούκι το λουλουδιο, «ς ετς π πόκον». νάμεσα σ τόσες μυριάδες νεογέννητα παιδιά, ποις ν πάρει εδηση τ πι πτωχ π τ πτωχά, κενο πού γεννήθηκε χι σ καλύβι, χι σ στρούγκα, λλ σ μία σπηλιά; Κα κείνη ξένη, γιατ τν εχανε ο τσομπαναρέοι ν σταλιάζουνε τ πρόβατά τους.
Τ «περεξαίσιον κα φρικτν μυστήριο» τς Γεννήσεως το Χριστο γινε τν καιρ πο βασίλευε νας μοναχ ατοκράτορας πάνω στ γ, Αγουστος, νιψις το Καίσαρα, στερα π μεγάλη ταραχ κα αματοχυσία νάμεσα στν ντώνιο π τ μία μεριά, κα στν Βροτο κα τν Κάσσιο π τν λλη. Τότε γεννήθηκε κι νας κα μοναχς πνευματικς βασιλιάς, Χριστός. Κι᾿ ατ τ λέγει ποιήτρια Κασσιαν στ δοξαστικ πο σύνθεσε, κα πο τ ψέλνουνε κατ τν σπεριν τν Χριστουγέννων: «Αγούστου μοναρχήσαντος π τς γς, πολυαρχία τν νθρωπων παύσατο. Κα Σο νανθρωπήσαντος κ τς γνς, πολυθεΐα τν εδώλων κατήργηται. π μίαν βασιλείαν γκόσμιον α πόλεις γεγένηνται. Κα ες μίαν δεσποτείαν Θεότητος τ θνη πίστευσαν…».
Τ Γέννηση το Χριστο τν προφητέψανε ο Προφτες. Πρτος π᾿ λους τν προφήτεψε πατριάρχης ακώβ, τ μέρα πο ελόγησε τος δώδεκα υούς του, κα επε στν ούδα «δν θ λείψει ρχοντας π τν ούδα μήτε βασιλις π τ αμά του, ς πο ν λθει κενος, γι τν ποον εναι γραμμένο ν βασιλεύει πάν᾿ π᾿ λους, κι ατν τν περιμένουμε λα τ θνη».
ς τν καιρ πο γεννήθηκε Χριστός, ο ουδαοι, τ γένος το ούδα, εχανε ρχοντες, δηλαδ κριτς κα ρχιερες, πο τανε κ᾿ ο πολιτικο ρχοντές τους. λλ τότε γι πρώτη φορ γινε ρχοντας τς ουδαίας ρώδης, πο τανε θνικς κα βαλε ρχιερέα τν νάνιλον «λλογεν», ν ο ρχιερες εχανε πάντα μητέρα ουδαία. Τελευταος ουδαος ρχιερες στάθηκε ρκανός.
Κα ο λλοι προφτες προφητέψανε τ Γέννηση το Χριστο, προπάντων σαΐας. Τ Γέννηση το Χριστο τ λένε ο μνωδο «τ πρ αώνων πόκρυφον κα γγέλοις γνωστον μυστήριον», κατ τ λόγια τοῦ Παύλου, πο γράφει: «μο τ λαχιστοτέρ πάντων τν γίων δόθη χάρις ατ ν τος θνεσιν εαγγελίσασθαι τν νεξιχνίαστον πλοτον το Χριστο κα φωτίσαι πάντας τίς οκονομία το μυστηρίου τοῦ ποκεκρυμμένου π τν αώνων ν τ Θε, τ τ πάντα κτίσαντι δι ησο Χριστο, να γνωρισθ νν τας ρχας κα τας ξουσίαις ν τος πουρανίοις δι τς κκλησίας πολυποίκιλος σοφία το Θεο» (φεσ. γ´ 8-10).
πόστολος Παλος λέγει, πς ατ τ μυστήριο δν τ γνωρίζανε καθαρ κα μ σαφήνεια οτε ο γγελοι, γι᾿ ατ ρχάγγελος Γαβριλ μ τρόμο τ επε στν Παναγία. Κα στος Κολασσαες γράφοντας θεόγλωσσος Παλος, λέγει: «Τ μυστήριον τ ποκεκρυμμένον π τν αώνων κα π τν γενεν, νυν φανερώθη τος γίοις ατο, ος θέλησε Θες γνωρίσαι τς πλοτος τς δόξης το μυστηρίου τούτου ν τος θνεσιν, ς στ Χριστς ν μν, λπς τς δόξης». Λέγει, πς φανερώθηκε ατ τ μυστήριο στος γίους, πο θέλησε Θες ν τ μάθουνε, κα ατο θ τ διδάσκανε στ θνη, στος εδωλολάτρες, πο προσκυνούσανε γι θεος πέτρες κα ζα κα διάφορα λλ κτίσματα.
ξακόσια χρόνια πρ Χριστοῦ, βασιλις Ναβουχοδονόσορ εδε στ νειρό του, πς βρέθηκε μπροστά του να θεόρατο φοβερ γαλμα, καμωμένο π χρυσάφι, σήμι, χάλκωμα, σίδερο κα σεντέφι: Κι ξαφνα νας βράχος ξεκόλλησε π να βουν κα χτύπησε τ γαλμα κα τό κανε σκόνη. Κα σηκώθηκε νας δυνατς νεμος κα σκόρπισε τ σκόνη, κα δν πόμεινε τίποτα. βράχος μως πο τσάκισε τ γαλμα γινε να μεγάλο βουνό, κα σκέπασε λη τη γ.
Τότε βασιλις φώναξε τν προφήτη Δανιλ κα ζήτησε ν το ξήγησει τ νειρο. Κι Δανιλ τ ξήγησε καταλεπτς, λέγοντας πς τ διάφορα μέρη το γάλματος τανε ο διάφορες βασιλεες, πο θ περνούσανε π τν κόσμο στερα π τν Ναβουχοδονόσορα κα πς στ τέλος Θες θ ναστήσει κάποια βασιλεία πο θ καταλύσει λες τς βασιλεες, πως βράχος πο εχε δε στ νύπνιό του ξαφάνισε τ γαλμα μ τ πολλ συστατικά του: «Κα ν τας μέραις τν βασιλέων κείνων, ναστήσει Θες το ορανο βασιλείαν, τις ες τος αἰῶνας ο διαφθαρήσεται». Κάποιο βασίλειο, λέγει, πο δν θ καταλυθε ποτ στος αἰῶνες τν αώνων.
Ατ βασιλεία αώνια, φθαρτη, εναι βασιλεία το Χριστο, βασιλεία τς γάπης στς ψυχς τν νθρώπων κα δρύθηκε μ τν γία Γέννηση το Κυρίου πο γιορτάζουμε σήμερα. Κα πειδ εναι τέτοια βασιλεία, γι᾿ ατ θ εναι αώνια, γι᾿ ατ δν θ χαλάσει ποτέ, πως γίνεται μ τς λλες πίγειες κα λικς βασιλεες.
πως βράχος μεγάλωνε κι γινε ρος μέγα κα σκέπασε τ γ, τσι κα τ κήρυγμα το Εαγγελίου ξαπλώθηκε σ᾿ λη τν οκουμένη, μ τ κήρυγμα τν ποστόλων: «Ες πσαν τν γν ξλθεν φθόγγος ατν, κα ες τ πέρατα τς οκουμένης τ ήματα ατν».
στε βγκε ληθιν ρχαιότερη προφητεία το ακώβ, πς σν πάψει γκόσμια ξουσία τν ουδαίων, θ ρθει στν κόσμο κενος πο προορίστηκε, « προσδοκία τν θνν».
Σημείωσε, πς ο βραοι πιστεύανε πς φυλή τους μονάχα ταν βλογημένη, κα πς Θες φρόντιζε μονάχα γι᾿ ατή, κα πς ο λλοι λαοί, «τ θνη», ταν καταραμένα κα μολυσμένα κι νάξια ν δεχτον τ φώτιση το Θεο. Λοιπν εναι παράξενο ν μιλ προφητεία το ακβ γι τ θνη, γι τος εδωλολάτρες ν περιμένουν τν Μεσσία ν τος σώσει, κα μάλιστα ν μ λέει κν πς τν ναμενόμενο Σωτρα τν περιμένανε ο ουδαοι μαζ μ τ θνη, λλ ν λέει πς τν περιμένανε μονάχα ο θνικοί: «Κα ατς προσδοκία θνν». πως κι γινε. Γιατί, τ βασιλεία πο δρυσε Χριστς στν κόσμο, τ θεμελίωσαν μν ο πόστολοι, πο ταν ουδαοι, λλ τν ξαπλώσανε κα τν στερεώσανε μ τος γνες τους κα μ τ αμα τους ο λλες φυλές, «τ θνη».
Εναι λότελα κατανόητο γι τ πνεμα μας, τ τι κατέβηκε Θες νάμεσά μας σν νθρωπος συνηθισμένος κα μάλιστα σν φτωχότερος π τος φτωχούς. Ατ τ μακροθυμία μονάχα γιες ψυχς εναι σ θέση ν τ νιώσουνε ληθινά κα ν κλάψουνε π κατάνυξη.
Τί παρηγοριά εἶναι ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ μέσα στόν ἄπιστον κόσμο που ζοῦμε! Τί πνευματική δροσιά νοιώθουμε, μέσα σέ τοῦτον τόν ψυχικό ξέρακα πού τά ἔχει ξεράνει ὅλα τά πάντα! Τί πνοή ἀθανασίας μᾶς χαρίζει ὁ Χριστός, μέσα σε τοῦτο τόν κόσμο πού εἶναι κολλημένος στήν ἀκολασία και στήν ἁμαρτία κάθε λογῆς, καί πού μυρίζει τή βαρειά μυρουδιά τοῦ θανάτου!
Γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι μία ἁπλῆ ἀνάμνηση, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας, ἀλλά ἀληθινά γεννιέται ὁ Χριστός μέσα στήν ψυχή τοῦ καθενός μας, ὅπως σταυρώνεται μέσα μας ὁ Κύριος τή Μεγάλη Πέμπτη καί σταυρωνόμαστε μαζί του, καί πάλι ἀναστηνόμαστε μαζί του τήν Κυριακή τῆς Ἀναστάσεώς Του.
Ὅλον τόν κόσμο, τή φύση καί τή ζωή πού εἶναι γύρω μας, ὅλα τά αἰσθητά τά νοιώθουμε μέσα ἀπό τή Γέννηση, ἀπό τή Σταύρωση κι΄ ἀπό τήν Ἀνάσταση του Χριστοῦ. Οἱ ἀληθινοί Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν ζοῦνε αὐτοί, ἀλλά μέσα τους ζῆ ὁ Χριστός, κατά τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου, πού λέγει: «Δέν ζῶ ἐγώ, ἀλλά μέσα σέ μένα ζῆ ὁ Χριστός».
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός δέν εἶναι «ὁ μαθών, ἀλλά ὁ παθών τά θεῖα», κατά τον Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Δηλαδή δέν μαθαίνει τά τῆς θρησκείας ἐξωτερικά, ἀλλά τά κάνει ζωή του. Δέν γιορτάζει μοναχά τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἤ τήν Ἀνάστασή Του, ἤ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, ἤ ὁποιαδήποτε γιορτή τοῦ Χριστοῦ καί τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἡ ψυχή του γίνεται ἕνα μέ ἐκεῖνο πού γιορτάζει: Γεννιέται μαζί μέ τόν Χριστό, σταυρώνεται μ΄ Αὐτόν, ἀνασταίνεται μαζί Του, μαρτυρᾶ μαζί μέ τόν Μάρτυρα τῆς πίστεως, ἀσκητεύει μέ τόν Ἀσκητή, ὁμολογεῖ μαζί μέ τόν Ὁμολογητή.
Μ΄ αὐτόν τόν τρόπο οἱ πατέρες μας, μ΄ ὅλο πού ζήσανε ἀγράμματοι, ἤτανε «παθόντες και οὐχί μαθόντες τά θεῖα», εἴχανε κάνει ζωή τους τή θρησκεία. Ὁ χειμῶνας ἁγιαζότανε μέ τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἄνοιξη μέ τήν Ἀνάστασή Του, τό καλοκαίρι μέ τή Μεταμόρφωσή Του, μέ τήν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου, μέ τήν μνήμη τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τοῦ Προφήτη Ἠλία, τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ὅλα γύρω τους εὐωδιάζανε και ψέλνανε, τά βουνά, ἡ θάλασσα, τά δένδρα, τά λουλούδια, οἱ βράχοι, τά σύννεφα, τά ζῶα, τά πουλιά. Κ΄ οἱ ἀνθρώπινες ψυχές νοιώθανε πώς ἤτανε δεμένες μεταξύ τους μέ τήν βαθειά ἁρμονία τῆς πίστης, καί βρισκόντανε σέ κατάνυξη, σκιρτοῦσαν ἀπό πνευματική χαρά.
Σήμερα ὅμως οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς ξεμακρύναμε ἀπό τή ζωογόνο πνοή τῆς θρησκείας μας, κ΄ ἡ ψυχή μας ξεράθηκε ἀπό τήν ἀπιστία. Πολλοί ἀπό μᾶς θεληματικά ἀπομείναμε ἔξω ἀπό τήν πνευματική τράπεζα τοῦ Χριστοῦ, ἀπό τό πνευματικό συμπόσιό Του. Ἀναίσθητοι σέ τούτη τήν πνευματική ἀμβροσία καί σέ τοῦτο τό νέκταρ πού γεύεται ὁ Ὀρθόδοξος Χριστιανός, ζητᾶνε νά γεμίσουνε τήν ἀδειανή ψυχή τους μέ φαρμακερές θροφές πού τόν ἀποκτηνώνουνε καί πού τόν κάνουνε νά μπουχτίζη ἀπό τίς σαρκικές ἡδονές καί νά μή βρίσκη καμμιά εὐχαρίστηση στή ζωή, ἐπειδή αὐτή ἡ ζωή, σάν λείπη ἡ ζωογόνος πνοή τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἕνα ἄνοστο πρᾶγμα, πού μπορεῖ στήν ἀρχή νά θαρρῆ κανένας πώς θά τόν χορταίνη παντοτεινά καί θά τόν κάνη εὐτυχισμένον, μά στό τέλος βλέπει πώς εἶναι ψεύτικο πρᾶγμα, μιά ἀπάτη κούφια, ἄν δέν ζωογονιέται ἀπό τήν πηγή τῆς ζωῆς, ἀπό τόν Χριστό.
Ὅποιος δέν πιῆ ἀπό «τό ὕδωρ τό ἁλλόμενον εἰς ζωήν αἰώνιον», στό τέλος θά νοιώση πώς τό νερό τῆς ζωῆς, πού νόμιζε πώς εἶναι ἱκανό μοναχό του νά τόν ξεδιψᾶ καί νά τόν δροσίζη, εἶναι ἄνοστο, γλυφό καί ἁρμυρό καί στό τέλος τό ἀηδιάζει. Γιατί ἡ σάρκα, ὅπως εἶπε ὁ Χριστός, δεν ὠφελεῖ σέ τίποτα, τό πνεῦμα εἶναι ἐκεῖνο πού τή ζωογονεῖ, «τό πνεῦμά ἐστι τό ζωοποιοῦν».
Μή νομίζετε, ἀγαπητοί ἀδελφοί μου, πώς εἶναι λόγια κούφια ὅσα εἶπε ὁ Κύριος. Ὄχι! Τά λόγια τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ζωή. Ὄχι τούτη ἡ ψεύτικη ζωή, ἀλλά ἡ αἰώνια ζωή: «Τά ρήματα ἅ ἐγώ λαλῶ ὑμῖν, πνεῦμά ἐστί καί ζωή ἐστιν». «Ὁ ἐρχόμενος πρός με οὐ μή πεινάσει, καί ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ οὐ μή διψήσει πώποτε». «Ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς. Ἐάν τίς φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τόν αἰῶνα». « Ἀμήν ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν τις τόν λόγον τόν ἐμόν τηρήσῃ θάνατον οὐ μή θεωρήσῃ εἰς τόν αἰῶνα».
Ἀφοῦ λοιπόν ὁ Χριστός εἶναι ἡ ἀληθινή, ἡ ἄφθαστη ζωή κι΄ ὁ καταργητής τοῦ θανάτου, κ΄ ἡ ἀληθινή, ὄχι ἡ ψεύτικη, εὐτυχία εἶναι ἐκείνη πού δίνει Ἐκεῖνος, μήν περιπλανιόσαστε μάταια νά τήν βρῆτε ἀλλοῦ, στίς σαρκικές ἀπολαύσεις, στίς ἐπιστῆμες, στίς τέχνες, στήν ψεύτικη δόξα. Ὅλα, ὅπως τό βλέπετε καθαρά, εἶναι ἴσκιοι καί καπνός, ὅλα γίνουνται σκόνη καί μηδέν. Πήγαινε, δράμε κοντά Του μέ ταπείνωση, ζέστανε τήν παγωμένη καρδιά σου ἀπό τή ζωοποιό φλόγα τῆς ἀγάπης Του, πού ἀπ΄ αὐτή δημιουργήθηκε ὁ κόσμος, καί θά βρεῖς ὅ,τι δέν ἐβρῆκες ἐκεῖ πού περιπατοῦσες.
Ὁ ἅγιος Ἰσαάκ ὁ Σύρος λέγει: «Σ΄ ὅλους τούς δρόμους πού πορεύουνται οἱ ἄνθρωποι, πουθενά δέν βρίσκουνε ἀνάπαυση, ὥσπου νά καταφύγουνε στήν ἐλπίδα τοῦ Θεοῦ».
Σήμερα, πού γιορτάζουμε τή Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, γίνεται τό πιό μεγάλο μυστήριο, τόσο μεγάλο, πού μήτε οἱ Ἄγγελοι δέν τό γνωρίζανε. Γιά τοῦτο λέγει ο θεῖος ὑμνωδός στήν Παναγία: «Τό ἀπ΄ αἰῶνος ἀπόκρυφον καί ἀγγέλοις ἄγνωστον μυστήριον διά σοῦ, Θεοτόκε, τοῖς ἐπί γῆς πεφανέρωται. Θεός ἐν ἀσυχγύτῳ ἑνώσει σαρκούμενος καί σταυρόν ἑκουσίως ὑπέρ ἡμῶν καταδεξάμενος».
Ὁ Θεός ἐπῆρε κορμί σάν τό δικό μας, «ἐπί τῆς γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη», γιά νά μᾶς γλυτώση ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο, νά μᾶς βγάλη ἀπό τό σκοτάδι τῆς ἀπιστίας, νά μᾶς δείξη τόν ἀληθινό δρόμο, ὥστε να καταλάβουμε πώς πηγαίνουμε νά πέσουμε στόν γκρεμνό τῆς ἀπώλειας. Νά μᾶς κάνη τέκνα φωτόμορφα τοῦ Θεοῦ, κληρονόμους τῆς ἀθανάτου ζωῆς, σάν θά φύγουμε ἀπό τόν μάταιο τοῦτο κόσμο, ἀφοῦ ζήσουμε δεμένοι μεταξύ μας μέ τήν ἀγάπη Του.
Ἦρθε λοιπόν ὁ Χριστός στόν κόσμο τοῦτον γιά νά μᾶς χαρίση ἐκεῖνα τά δῶρα πού δέν μπορεῖ νά τά χαρίση κανένας ἄλλος, παρά μοναχά Ἐκεῖνος. Μά ἄν δέν πιστέψουμε πώς ἀληθινά ὁ Χριστός εἶναι ὁ κύριος τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου, κι΄ ἄν δεν ποθήσουμε να ἀποχτήσουμε αὐτά τά δῶρα πού μᾶς φέρνει, ἐρχόμενος στόν κόσμο, τήν εἰρήνη καί τή σωτηρία, πῶς θά γιορτάσουμε, κατά τό πρέπον, τή Γέννηση Του; Λέγω «κατά τό πρέπον», δηλαδή πνευματικά, κι΄ ὄχι σάν ἕνα ἔθιμο, ὅπως κάνουμε οἱ περισσότεροι.
Θά γιορτάσουμε, λοιπόν, τά Χριστούγεννα «ἐν πνεύματι καί ἀληθείᾳ», ἄν τά γιορτάσουμε συγκινημένοι ἀπό τις τελετουργίες τῆς Ἐκκλησίας μας, δηλαδή μέ κατάνυξη, πηγαίνοντας στήν ἐκκλησία, κι΄ ἀκούγοντας μέ κατάνυξη τούς ἐξαίσιους ὕμνους καί τά ἑορταστικά τροπάρια.
Καί ὕμνοι καί τροπάρια σάν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας, καμωμένα ἀπό θεόπνευστους κι΄ ἅγιους ὑμνωδούς, οὔτε γινήκανε οὔτε θά γίνουνε πιά. Ἐγώ, κάθε χρόνο πού τά ψέλνω, ἐνθουσιάζομαι καί γίνομαι ὅλο πνεῦμα, σάν νά τά ψέλνω πρώτη φορά. Γιατί εἶναι γεμᾶτα ἀπό ἀθανασία. Ποιό τροπάρι νά πῆ κανείς πρῶτο καί ποιό δεύτερο;
Ἄς ἀρχίσουμε ἀπό το κάθισμα τοῦ Ὄρθρου, μέ τόν ἀρχαϊκόν ἀνατολίτικον χαρακτῆρα, πού λέγει: «Δεῦτε ἴδωμεν, πιστοί, ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός. Ἀκολουθήσωμεν λοιπόν ἔνθα ὁδεύει ὁ ἀστήρ, μετά τῶν μάγων Ἀνατολῆς τῶν βασιλέων. Ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἀκαταπαύστως ἐκεῖ. Ποιμένες ἀγραυλοῦσιν ᾠδήν ἐπάξιον, Δόξα ἐν ὑψίστοις, λέγοντες, τῷ σήμερον ἐν σπηλαίῳ τεχθέντι ἐκ τῆς Παρθένου καί Θεοτόκου ἐν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας».
Καί τό ἄλλο πού λέγει: «Ὁ ἀχώρητος παντί, πῶς ἐχωρήθη ἐν γαστρί; Ὁ ἐν κόλποις τοῦ Πατρός, πῶς ἐν ἀγκάλαις τῆς μητρός; Πάντως ὡς οἶδεν, ὡς ἠθέλησε καί ὡς ηὐδόκησεν. Ἄσαρκος γάρ ὤν, ἐσαρκώθη ἑκών. Καί γέγονεν ὁ ὤν ὅ οὐκ ἦν δι’ ἡμᾶς. Καί μή ἐκστάς τῆς φύσεως, μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος. Διπλοῦς ἐτέχθη Χριστός, τόν ἄνω κόσμον θέλων ἀναπληρῶσαι». Διπλός, λέγει, γεννήθηκε ὁ Χριστός, δηλαδή Θεός καί ἄνθρωπος, θέλοντας νά ἀναπληρώση, νά συμπληρώση «τόν ἄνω κόσμον», ἤγουν τόν κόσμο τῶν Ἀγγέλων, πού ἕνα μέρος ἀπ΄ αὐτούς ξεπέσανε μαζί μέ τόν Ἑωσφόρο, μεταμορφωμένον σέ διάβολο, νά τούς ἀντικαταστήση μέ ἀνθρωπινες ψυχές πού θά ἁγιάσουνε μέ τό κήρυγμα πού ἦρθε νά κάνη στή γῆ, γεννώμενος ἄνθρωπος.
Ὁ κανών τῶν Χριστουγέννων, ποίημα Ἰωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, εἶναι ἀπό τ΄ ἀριστουργήματα τῆς ἐκκλησιαστικῆς ποίησής μας. Καί εἶναι διπλός, πεζός καί ἰαμβικός. Εὐωδιάζει ἀπό πνευματική εὐωδία, γεμᾶτος ἀπό θεῖον ἐνθουσιασμό, κι’ ἀπό οὐράνια δροσερότητα. Ὁ Ἰαμβικός, μέ τά ἀρχαῖα λόγια του, ἀνεβάζει τόν ἄνθρωπο στόν οὐρανό.
Ἄς πάρουμε ἕνα ἀπό τά τροπάριά του, τοῦτο: «Νεῦσον πρός ὕμνους οἰκετῶν, εὐεργέτα, ἐχθροῦ ταπεινῶν τήν ἐπηρμένην ὀρφρῦν. Φέρων τε, παντεπόπτα, τῆς ἁμαρτίας ὕπερθεν, ἀκλόνητον ἐστηριγμένους, μάκαρ, μελῳδούς τῇ βάσει τῆς πίστεως». Ὁ ὑμνωδός παρακαλεῖ τόν Θεό, καί μαζί μ΄ αὐτόν ὅλος ὁ ἐκκλησιαζόμενος λαός, νά δεχθῆ τήν προσευχή τους καί νά τούς στερεώση στήν πίστη Του. Λέγει λοιπόν: Εἰσάκουσε, ὦ εὐεργέτη, τούς ὕμνους πού σοῦ προσφέρουνε οἱ δοῦλοι σου, καί ταπείνωσε τήν ὑπηρηφάνεια τοῦ ἐχθροῦ, τοῦ διαβόλου, καί ἀνεβάζοντας μας, ἐμᾶς πού σέ μελωδοῦμε, Ἐσύ πού τα βλέπεις ὅλα, ἀπάνω ἀπό τήν ἁμαρτία, στηριγμένους ἀκλόνητα, ἀτράνταχτα, ἀπάνω στό θεμέλιο τῆς πίστεως.
Ἰδού κ΄ ἕνα ἄλλο : «Ἀπό τήν Παρθένο, Χριστέ, ἀνεβλάστησες σάν ἄνθος ἀπάνω στή ράβδο πού φύτρωσε ἀπό τή ρίζα τοῦ Ἰεσσαί. Ἐσύ, πού σε ὑμνήσανε οἱ προφῆτες, κατέβηκες ἀπό βουνό ἰσκιερό καί πυκνοδασωμένο, καί ἦλθες νά πάρης σάρκα ἀπό μητέρα πού δέν γνώρισε ἄντρα, Ἐσύ, ὁ ἄϋλος καί Θεός, Δόξα στή δύναμή Σου, Κύριε».
Ἄλλο ἰαμβικό τροπάρι εἶναι τό παρακάτω: « Ὁ λαός εἶδεν, ὁ πρίν ἠμαυρωμένος, μεθ΄ ἡμέραν φῶς τῆς ἄνω φρυκτωρίας. Ἔθνη Θεῷ δέ κλῆρον Υἱός προσφέρει, νέμων ἐκεῖσε τήν ἀπόρρητον χάριν, οὗ πλεῖον ἐξήνθησεν ἡ ἁμαρτία». Μετάφραση: Ὁ λαός, πού ἤτανε πρίν τυφλός, εἶδε τό φῶς τῆς μέρας, γιατί ἄστραψε ἀπό πάνω του ἡ φωτοχυσία τοῦ οὐρανοῦ, πού ἄνοιξε γιά νά κατεβῆ στή γῆ. Κι΄ ὁ Υἱός (ὁ Χριστός) δωρίζει στό Θεό τά ἔθνη (τούς ἐθνικούς, τούς εἰδωλολάτρες), καί δίνοντας τήν ἀνείπωτη χάρη ἐκεῖ πού ἄνθησε περισσότερο ἡ ἁμαρτία.
Δηλαδή: Ἐπειδή οἱ Ἑβραῖοι, πού εἴχανε τήν εὔνοια νά φανερωθῆ σ΄ αὐτούς ὁ ἕνας ἀληθινός Θεός, φανήκανε ἀνάξιοι νά τόν νοιώσουνε καί πέσανε στά σαρκικά, καί φανήκανε ἀχάριστοι καί δέν πιστέψανε στόν Χριστό, παρά τόν σταυρώσανε, ὁ Χριστός ἀπέστρεψε τό πρόσωπό Του ἀπ΄ αὐτούς καί κάλεσε κοντά του «τά ἔθνη», δηλαδή τούς εἰδωλολάτρες, ὅπως ἤτανε οἱ Ἕλληνες, καί μέ τή γλῶσσα τους κηρύχθηκε τό Εὐγγέλιο, καί στή φυλή τους ἄνθησε ἡ εὐσέβεια, μ΄ ὅλο πού οἱ Ἕλληνες ἤτανε δοσμένοι στή μάταια γνώση καί στή σαρκική ἐμορφιά.
Γιά τοῦτο λέγει κ΄ ἐδῶ ὁ ὑμνωδός πώς ὁ Χριστός, μέ τή Γέννησή Του «προσφέρει Θεῷ (ὡς) κλῆρον (τά) ἔθνη, νέμων τήν ἀπόρρητον χάριν (τό ἀπόρρητο κήρυγμά Του) ἐκεῖσε, οὗ πλεῖον ἐξήνθησεν ἡ ἁμαρτία», ἐκεῖ, πού ἄνθησε περισσότερο ἡ ἁμαρτία, ἐκεῖ πού λατρεύανε τό δωδεκάθεο.
Στό τέλος, ἄς ποῦμε καί τόν εἱρμό τῆς Θ΄ ᾠδῆς, πού κράζει ὁ ὑμνωδός ἐκστατικός: «Μυστήριον ξένον ὁρῶ και παράδοξον: Οὐρανόν τό σπήλαιον, θρόνον Χερουβικόν τήν Παρθένον, τήν φάτνην χωρίον ἐν ᾧ ἀνεκλίθη ὁ ἀχώρητος Χριστός ὁ Θεός, ὅν ἀνυμνοῦντες μεγαλύνομεν». Μετάφραση: Μυστήριο ἀπίστευτο βλέπω καί παράδοξο. Τό σπήλαιο νά γίνεται θρόνος χερουβικός, τήν φάτνη νά μεταμορφώνεται σέ θεϊκή κλίνη, πού ἀπάνω της ξάπλωσε Ἐκεῖνος πού δέν χωρᾶ πουθενά, ὁ Χριστός ὁ Θεός, πού Τόν ὑμνοῦμε καί Τόν μεγαλύνουμε.
Κάποιοι, μ᾿ λα ατ πο επαμε, δν θ νιώσουμε τίποτα π τ Μυστήριο, πο γιορτάζουμε. Σ᾿ ατούς, γ τιποτένιος, δ μπορ ν π τίποτα. Μοναχ θ τος θυμίσω τ αστηρ λόγια πο γράφει στν πιστολή του γιος ωάννης Εαγγελιστής, γαπημένος μαθητς το Χριστο, κι᾿ θερμότατος κήρυκας τς γάπης: «Πν πνεμα, μολογε ησον Χριστν ν σαρκ ληλυθότα, κ το Θεο στι· κα πν πνεμα, μ μολογε ησον Χριστν ν σαρκ ληλυθότα, κ το Θεο οκ στι· καί τοῦτό ἐστι τό τοῦ ἀντιχρίστου...».
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 

WebCounter.com
Design by Free WordPress Themes | Bloggerized by Lasantha - Premium Blogger Themes | Top WordPress Themes